συνεγείρω
ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
English (LSJ)
help in raising, κτῆνος Ps.-Phoc.140; raise also, νεκρούς Ep.Eph.2.6; help in stirring up, θρήνους Plu.2.117c:—Pass., rise together, LXX Is. 14.9, Ep.Col.2.12, etc.; of an invalid, revive, Aristid. Or.48(24).43.
German (Pape)
[Seite 1009] (s. ἐγείρω), mit od. zugleich erwecken; Phocyl. 132; λύπας καὶ θρήνους, Plut. consol. ad Apoll. p. 357.
French (Bailly abrégé)
éveiller ou raviver en même temps;
NT: ressusciter ensemble ; se lever ensemble.
Étymologie: σύν, ἐγείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εγείρω met acc. ( causat.) mede opwekken, samen (met...) tot leven wekken; pass.. εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ als u nu met Christus uit de dood bent opgewekt NT Col. 3.1. pass. ook intrans. mee ontwaken, mee wakker worden:. καί μοι... ἡ θρασύτης συνηγείρετο mijn moed werd ook weer wakker Plat. Chrm. 156d.
Russian (Dvoretsky)
συνεγείρω:
1 досл. пробуждать, перен. вызывать (τὰς λύπας καὶ τοὺς θρήνους Plut.);
2 воскрешать (τινα NT); pass. воскресать NT.
Greek (Liddell-Scott)
συνεγείρω: ὁμοῦ ἐγείρω, βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, κτῆνος Ψευδο-Φωκυλ. 132· νεκροὺς Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. β΄, 6· ― ἀφυπνίζω ὁμοῦ, θρήνους Πλούτ. 2. 117C. ― Παθητ., ἐγείρομαι ὁμοῦ, Ἐπιστ. πρ. Κολ. β΄, 12, κτλ.
English (Strong)
from σύν and ἐγείρω; to rouse (from death) in company with, i.e. (figuratively) to revivify (spurtually) in resemblance to: raise up together, rise with.
English (Thayer)
1st aorist συνηγειρα; 1st aorist passive συνηγερθην; to raise together, to cause to rise together; Vulg. conresuscito (also conresurgo, resurgo); (τά πεπτωκότα, to rise together from their seats, λύπας καί θρηνους, Plutarch, mor., p. 117c.); in the N.T. tropically, to raise up together from moral death (see θάνατος, 2) to a new and blessed life devoted to God: ἡμᾶς τῷ Χριστῷ (risen from the dead, because the ground of the new Christian life lies in Christ's resurrection), ἐν Χρσίτω, Colossians 2:12.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ἐγείρω
νεοελλ.
αφυπνίζω, ξεσηκώνω
μσν.-αρχ.
βοηθώ στην ανέγερση
αρχ.
1. (σχετικά με νεκρούς) ανασταίνω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον («νεκροὺς συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις», ΚΔ)
2. διεγείρω συγχρόνως
3. (μέσ. και παθ.) συνεγείρομαι
(για ασθενή) αναλαμβάνω, αναζωογονούμαι.
Greek Monotonic
συνεγείρω: μέλ. -εγερῶ, συμβάλλω στην ανύψωση, την ανόρθωση, εγείρω, σηκώνω από κοινού, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., ανεγείρομαι, υψώνομαι από κοινού, στο ίδ.
Middle Liddell
fut. -εγερῶ
to help in raising, NTest.:—Pass. to rise together, NTest.
Chinese
原文音譯:sunege⋯rw 尋-誒給羅
詞類次數:動詞(3)
原文字根:共同-喚醒
字義溯源:一同復活;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἐγείρω)*=醒)組成
出現次數:總共(3);弗(1);西(2)
譯字彙編:
1) 一同復活(2) 弗2:6; 西2:12;
2) 你們⋯一同復活(1) 西3:1