Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κηδεμονικός

From LSJ
Revision as of 10:09, 16 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ",," to ",")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεμονικός Medium diacritics: κηδεμονικός Low diacritics: κηδεμονικός Capitals: ΚΗΔΕΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: kēdemonikós Transliteration B: kēdemonikos Transliteration C: kidemonikos Beta Code: khdemoniko/s

English (LSJ)

κηδεμονική, κηδεμονικόν, provident, careful, φίλος Plb.Fr.80; νουθέτησις Phld.Lib.p.13 O.; παρρησία Plu.2.55b; ἀνήρ Epict.Gnom.63; τὸ κηδεμονικόν = κηδεμονία (care, solicitude), Plb.31.27.12, Cic.Att.2.17.3, Muson.Fr.14p.73H.: Comp., J.BJ1.28.2: Sup., Ph. 2.288. Adv. κηδεμονικῶς OGI56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.Fr.15AP.79 H., Luc.Symp.46, etc.; κηδεμονικῶς ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4; κηδεμονικῶς ὑποδεῖξαι, κηδεμονικῶς ἀποκρῖναι, J.AJ11.6.6, Sor.1.28.

German (Pape)

[Seite 1429] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ φιλάνθρωπος Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plein de sollicitude.
Étymologie: κηδεμών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηδεμονικός -ή -όν [κηδεμών] zorgzaam.

Russian (Dvoretsky)

κηδεμονικός: заботливо относящийся, заботливый (κ. καὶ φιλάνθρωπος Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κηδεμονικός, -ή, -όν)
κηδεμών
αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν
η κηδεμονία.
επίρρ...
κηδεμονικώς (ΑΜ κηδεμονικῶς)
νεοελλ.
από την άποψη κηδεμονίας
αρχ.
προνοητικά, κατά τρόπο κηδεμονικό.

Greek Monotonic

κηδεμονικός: -ή, -όν, προνοητικός, επιμελής, άγρυπνος· επίρρ. -κῶς, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεμονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, προνοητικός, ἐπιμελής, ἄγρυπνος, Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν πρός τινα Πολύβ. 4. 32, 4.

Middle Liddell

κηδεμονικός, ή, όν
provident, careful: adv. -κῶς, Luc. [from κηδεμών