ἐπεισφρέω
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
A bring in or introduce besides, πῶς ἐπεσφρῶ τήνδε τῷ κείνης λέχει; E.Alc.1056; λέκτροις τ' ἐπεισέφρηκε Id.El.1033; ὄφεις ἐπεισέφρησε σπαργάνοις Id.HF1267: aor. part. ἐπεισφρείς (as if from ἐπεισπίφρημι) Id.Fr.781.50.
II intr., come in besides, Suid.
German (Pape)
[Seite 912] noch dazu hineinlassen, τινά τινι, in Etwas, Eur. El. 1033 Alc. 1059 Herc. Fur. 1267 u. 80. Bei Sui 4. auch intrans., noch dazu hineingehen.
French (Bailly abrégé)
ἐπεισφρῶ :
introduire en outre ou ensuite dans, τινι;
Moy. ἐπεισφρέομαι, ἐπεισφροῦμαι introduire avec soi.
Étymologie: ἐπί, εἰσφρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισφρέω: (сверх того, затем или еще) вводить, впускать (τινὰ τῷ λέχει τινός Eur.; med. τὸν βάρβαρον τῇ Ἑλλάδι Xen. - v.l. ἐπεισφέρω): ὄφεις ἐπεισέφρηκε τοῖς σπαργάνοισι Eur. (Гера) послала змей в колыбель (Геракла).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισφρέω: (ἴδε εἰσφρέω), ἐπεισάγω, καὶ πῶς ἐπεισφρῶ τήνδε τῷ κείνης λέχει; Εὐρ. Ἄλκ. 1056· λέκτροις τ’ ἐπεισέφρησε ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 1033· ὄφεις ἐπεισέφρησε σπαργάνοις ὁ αὐτὸς ἐν Ἡρ. Μαιν. 1267· - μετοχή τις ἀορ. ἐπεισφρεὶς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἐπεισπίφρημι) ἀπαντᾷ παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἀποσπ. 781. 46. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐπεισέρχομαι, Σουΐδ. Εὐστ. Πονημάτ. 104. 11, κλπ.
Greek Monolingual
ἐπεισφρέω (Α)
1. επεισέρχομαι
2. αφήνω κάτι να εισχωρήσει κρυφά ή παράνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισφρέω «εισέρχομαι» (πρβλ. παρεισφρέω].
Greek Monotonic
ἐπεισφρέω: αόρ. αʹ -έφρησα.