πολύμνηστος
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ον (η, ον Emp.4.3), (μιμνήσκομαι)
A much-remembering, mindful, Μοῦσα l.c.; θεοῖσι… π. χάριν τίνειν A.Ag.821.
II Pass., much-remembered, πολύμναστον… αἷμα ib.1459 (lyr.); σπέρμα Orph.H.50.2.
German (Pape)
[Seite 666] χάρις, 1) viel, sehr eingedenk, sich gut erinnernd, Aesch. Ag. 795. – 2) wie πολύμνητος, dessen man viel gedenkt, viel gefeiert, Aesch. Ag. 1438.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a une mémoire très fidèle, reconnaissant;
2 dont on garde fidèlement le souvenir.
Étymologie: πολύς, μνάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύμνηστος -ον, Dor. πολύμνᾱστος [πολύς, μιμνῄσκω] f. ook -η act. zich veel herinnerend; erkentelijk:. π. χάρις dank uit erkentelijkheid Aeschl. Ag. 821. pass. nog lang herinnerd.
Russian (Dvoretsky)
πολύμνηστος: дор. πολύμναστος 2
1 твердо помнящий, признательный (χάρις Aesch.);
2 памятный, незабываемый (αἷμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύμνηστος: -ον, ὃν μετ’ εὐγνωμοσύνης ἐνθυμεῖταί τις, θεοῖσι... π. χάριν τίνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 821. ΙΙ. πολυενθύμητος, αἷμα αὐτόθι 1459.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
βλ. πολυμνήστη.
(II)
και πολύμναστος, -ον, Α
1. αυτός τον οποίο θυμάται κανείς με ευγνωμοσύνη
2. αυτός που θυμάται πολύ, που έχει βαθιά στη μνήμη του κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μνηστός (< μιμνήσκω), πρβλ. αείμνηστος].
Greek Monotonic
πολύμνηστος: -ον (μνάομαι),
I. αυτός που θυμάται πολλά, επιμελής, προσεκτικός, σε Αισχύλ.
II. Παθ., αυτός τον οποίο θυμούνται πολύ, στον ίδ.
Middle Liddell
πολύ-μνηστος, ον, μνάομαι
I. much-remembering, mindful, Aesch.
II. pass. much-remembered, Aesch.