παραζώννυμι

From LSJ
Revision as of 07:33, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραζώννυμι Medium diacritics: παραζώννυμι Low diacritics: παραζώννυμι Capitals: ΠΑΡΑΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: parazṓnnymi Transliteration B: parazōnnymi Transliteration C: parazonnymi Beta Code: parazw/nnumi

English (LSJ)

and παραζωννύω,
A hang at the girdle, ἀκινάκας Pl.R. 553c:—Med., wear at the girdle, ξίφος D.H.2.70, cf. Plu.Ant. 79.
II gird along the side, of clouds hanging on a mountain-side, Thphr. Sign.51.

German (Pape)

[Seite 478] (s. ζώννυμι), an den Gürtel hängen, umgürten, ἀκινάκην, Plat. Rep. XIII, 553 c; u. med., ξίφος παραζώννυσθαι, D. Hal. 2, 70; Luc. Anach. 6.

French (Bailly abrégé)

suspendre à la ceinture, acc. ; fig. suspendre comme une ceinture;
Moy. παραζώννυμαι porter suspendu à la ceinture, acc..
Étymologie: παρά, ζώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ζώννῡμι en παραζωννύω aan de gordel ophangen.

Russian (Dvoretsky)

παραζώννῡμι: привешивать к поясу (ἀκινάκην Plat.): παρεζωσμένος τὸ ξιφίδιον Plut. опоясанный кинжалом, с кинжалом у пояса.

Greek (Liddell-Scott)

παραζώννυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζώσω· - ζώνω, κρεμῶ παρὰ τὴν ζώνην, ἀκινάκας παραζωννύντα Πλάτ. Πολ. 553C· - Μέσ., φορῶ ἐν τῇ ζώνῃ, ξίφος Διον. Ἁλ. 2. 70, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 79. ΙΙ. παρακαλύπτω τὴν πλευράν, ἐπὶ νεφῶν ἅτινα καλύπτουσι τὸ πλευρὸν ὄρους, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 4. 2.

Greek Monolingual

και παραζωννύω Α
1. κρεμώ κάτι από τη ζώνη, ζώνω κάτι στη μέσηξίφος παραζώννυσθαι», Δίον. Αλ.)
2. (για νέφη) καλύπτωὅταν τὰ νέφη πρὸς τὴν θάλασσαν αὐτὰ [τὰ ὄρη] παραζωννύῃ», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

παραζώννυμι: και -ύω, μέλ. -ζώσω, ζώνω, κρεμώ στα πλευρά, σε Πλάτ. — Μέσ., καλύπτω τα πλευρά, φορώ ζώνη στη μέση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

and -ύω fut. -ζώσω
to gird to the side, Plat.:—Mid. to wear at the girdle, Plut.