ἐμπλήσσω
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
Att. ἐμπλήττω, in Hom. ἐνιπλ-:
I intr., strike against, fall upon or fall into, c. dat., ὡς ὅτ' ἂν ἢ κίχλαι.. ἠὲ πέλειαι ἕρκει ἐνιπλήξωσι Od.22.469; τάφρῳ Il.12.72; νηῒ ἐμπλήσσω fall upon it, of a storm, Arat. 423: abs., dash, A.R.1.1203, 2.602.
II c. acc. pers., attack, Id.3.1297.
2 ἐμπλήσσω φόβον τινί strike terror into... Opp.H.3.480.
3 pf. part. Pass. ἐμπεπληγμένος = ἄνεως, Gal.Lex.Hipp.s.h.v.; cf. ἔμπληκτος.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐνιπλήσσω Il.12.72, Od.22.469
I intr. chocar contra c. dat. τάφρῳ Il.l.c., cf. 15.344
•abatirse, precipitarse sobre o contra ὅτ' ἂν ... πέλειαι ἕρκει ἐνιπλήξωσι como cuando una bandada de palomas se precipita contra una red de caza, Od.l.c., (ὅταν) ἐμπλήξασα θοὴ ἀνέμοιο κατᾶιξ cuando abatiéndose una veloz ráfaga de viento A.R.1.1203, cf. 2.602, νηῒ ... θύελλα Arat.423, cf. 750.
II tr.
1 c. ac. de pers. atacar οἱ δέ μιν ... ἐνέπληξαν κεράεσσιν A.R.3.1297, ὅς τε δαμάζει ἀνέρας ἀπροφάτοισιν ἐνιπλήσσων ὀδύνῃσιν Nic.Al.598.
2 c. ac. y dat. infundir φόβον ... ἐνιπλῆξαι μελανούροις Opp.H.3.480.
3 part. perf. pas. ἐμπεπληγμένος = tocado, tronado, demente Gal.19.81.
German (Pape)
[Seite 814] att. ἐμπλήττω, 1) intrans., hineinfallen, hineinstürzen; ἕρκει, in eine Schlinge geraten, von Vögeln, Od. 22, 469; τάφρῳ, in einen Graben hineinstürzen, Il. 12, 72. 15, 344; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1203, absol., vom Sturm; τινά, auf Einen losstürzen, ihn angreifen, 3, 1297; ἐναντίαι ἐμπλήξασαι, aneinandergeratend, 2, 602. – 2) trauf., bestürzt machen, betäuben, verblüffen, Sp.; φόβον μελανούροις, Schreck einjagen, Opp. H. 3, 480.
French (Bailly abrégé)
f. ἐμπλήξω;
s'élancer sur, se précipiter sur, τινι.
Étymologie: ἐν, πλήσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπλήσσω: атт. ἐμπλήττω, эп. ἐνιπλήσσω
1 падать, валиться (τάφρῳ ὀρυκτῇ Hom.);
2 попадать, попадаться (ὅτ᾽ ἂν κίχλαι ἕρκει ἐνιπλήξωσι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλήσσω: Ἀττ. -ττω: παρ’ Ὁμ. ἐνιπλήσσω: μέλλ. -ξω: Ι. ἀμεταβ., ἐμπίπτω, μετὰ δοτ., ὡς ὅτ’ ἂν ἢ κίχλαι... ἠὲ πέλειαι ἕρκει ἐνιπλήξωσι Ὀδ. Χ. 469· εἰ δὲ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ Ἰλ. Μ. 72, πρβλ. Ο. 348· νηΐ ἐμπλ., ἐπὶ θυέλλης, Ἄρατ. 423· ἀπολ., ὑψόθεν ἐμπλήξασα θοὴ ἀνέμοιο κατάϊξ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1203, Β. 602. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προσβάλλω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1297. 2) ἐμπλ. φόβον τινί, Λατ. incutere metum alicui, Ὀππ. Ἁλ. 3. 480.
Greek Monolingual
ἐμπλήσσω και αττ. τ. ἐμπλήττω (Α)
1. πέφτω επάνω («ἐκ νηῶν καὶ τάφρων ἐμπλήξωμεν ὀρυκτῇ», Ιλ.)
2. επιτίθεμαι, προσβάλλω («οἱ δέ μιν ἄμφω μυκηθμῷ κρατεροῖσιν ἐνέπληξαν», Απολ. Ρόδ.)
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐμπεπληγμένος
άφωνος, άλαλος.
Greek Monotonic
ἐμπλήσσω: Αττ. -ττω, ἐνιπλ-, μέλ. -ξω, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, πέφτω πάνω σε κάποιον, προσκρούω, με δοτ., σε Όμηρ.
Middle Liddell
Attic ἐμπλήττω epic ἐνιπλήσσω, fut. ξω
to strike against, fall upon or fall into, c. dat., Hom.