ἐμπλήσσω

From LSJ
Revision as of 17:42, 5 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλήσσω Medium diacritics: ἐμπλήσσω Low diacritics: εμπλήσσω Capitals: ΕΜΠΛΗΣΣΩ
Transliteration A: emplḗssō Transliteration B: emplēssō Transliteration C: emplisso Beta Code: e)mplh/ssw

English (LSJ)

Att. ἐμπλήττω, in Hom. ἐνιπλήσσω:
I intr., strike against, fall upon or fall into, c. dat., ὡς ὅτ' ἂν ἢ κίχλαι.. ἠὲ πέλειαι ἕρκει ἐνιπλήξωσι Od.22.469; τάφρῳ Il.12.72; νηῒ ἐμπλήσσω fall upon it, of a storm, Arat. 423: abs., dash, A.R.1.1203, 2.602.
II c. acc. pers., attack, Id.3.1297.
2 ἐμπλήσσω φόβον τινί strike terror into... Opp.H.3.480.
3 pf. part. Pass. ἐμπεπληγμένος = ἄνεως, Gal.Lex.Hipp.s.h.v.; cf. ἔμπληκτος.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐνιπλήσσω Il.12.72, Od.22.469
I intr. chocar contra c. dat. τάφρῳ Il.l.c., cf. 15.344
abatirse, precipitarse sobre o contra ὅτ' ἂν ... πέλειαι ἕρκει ἐνιπλήξωσι como cuando una bandada de palomas se precipita contra una red de caza, Od.l.c., (ὅταν) ἐμπλήξασα θοὴ ἀνέμοιο κατᾶιξ cuando abatiéndose una veloz ráfaga de viento A.R.1.1203, cf. 2.602, νηῒ ... θύελλα Arat.423, cf. 750.
II tr.
1 c. ac. de pers. atacar οἱ δέ μιν ... ἐνέπληξαν κεράεσσιν A.R.3.1297, ὅς τε δαμάζει ἀνέρας ἀπροφάτοισιν ἐνιπλήσσων ὀδύνῃσιν Nic.Al.598.
2 c. ac. y dat. infundir φόβον ... ἐνιπλῆξαι μελανούροις Opp.H.3.480.
3 part. perf. pas. ἐμπεπληγμένος = tocado, tronado, demente Gal.19.81.

German (Pape)

[Seite 814] att. ἐμπλήττω, 1) intrans., hineinfallen, hineinstürzen; ἕρκει, in eine Schlinge geraten, von Vögeln, Od. 22, 469; τάφρῳ, in einen Graben hineinstürzen, Il. 12, 72. 15, 344; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1203, absol., vom Sturm; τινά, auf Einen losstürzen, ihn angreifen, 3, 1297; ἐναντίαι ἐμπλήξασαι, aneinandergeratend, 2, 602. – 2) trauf., bestürzt machen, betäuben, verblüffen, Sp.; φόβον μελανούροις, Schreck einjagen, Opp. H. 3, 480.

French (Bailly abrégé)

f. ἐμπλήξω;
s'élancer sur, se précipiter sur, τινι.
Étymologie: ἐν, πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπλήσσω: атт. ἐμπλήττω, эп. ἐνιπλήσσω
1 падать, валиться (τάφρῳ ὀρυκτῇ Hom.);
2 попадать, попадаться (ὅτ᾽ ἂν κίχλαι ἕρκει ἐνιπλήξωσι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλήσσω: Ἀττ. -ττω: παρ’ Ὁμ. ἐνιπλήσσω: μέλλ. -ξω: Ι. ἀμεταβ., ἐμπίπτω, μετὰ δοτ., ὡς ὅτ’ ἂν ἢ κίχλαι... ἠὲ πέλειαι ἕρκει ἐνιπλήξωσι Ὀδ. Χ. 469· εἰ δὲ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ Ἰλ. Μ. 72, πρβλ. Ο. 348· νηΐ ἐμπλ., ἐπὶ θυέλλης, Ἄρατ. 423· ἀπολ., ὑψόθεν ἐμπλήξασα θοὴ ἀνέμοιο κατάϊξ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1203, Β. 602. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προσβάλλω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1297. 2) ἐμπλ. φόβον τινί, Λατ. incutere metum alicui, Ὀππ. Ἁλ. 3. 480.

Greek Monolingual

ἐμπλήσσω και αττ. τ. ἐμπλήττω (Α)
1. πέφτω επάνω («ἐκ νηῶν καὶ τάφρων ἐμπλήξωμεν ὀρυκτῇ», Ιλ.)
2. επιτίθεμαι, προσβάλλω («οἱ δέ μιν ἄμφω μυκηθμῷ κρατεροῖσιν ἐνέπληξαν», Απολ. Ρόδ.)
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐμπεπληγμένος
άφωνος, άλαλος.

Greek Monotonic

ἐμπλήσσω: Αττ. -ττω, ἐνιπλ-, μέλ. -ξω, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, πέφτω πάνω σε κάποιον, προσκρούω, με δοτ., σε Όμηρ.

Middle Liddell

Attic ἐμπλήττω epic ἐνιπλήσσω, fut. ξω
to strike against, fall upon or fall into, c. dat., Hom.