ἐπιπήγνυμι

From LSJ
Revision as of 11:57, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπήγνῡμι Medium diacritics: ἐπιπήγνυμι Low diacritics: επιπήγνυμι Capitals: ΕΠΙΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: epipḗgnymi Transliteration B: epipēgnymi Transliteration C: epipignymi Beta Code: e)piph/gnumi

English (LSJ)

or ἐπιπηγνύω,
A make to freeze on the top, X.Cyn.5.1:—Pass., with intr. pf. ἐπιπέπηγα, congeal, coagulate, Thphr. CP 5.13.2, Gal. 18(1).597.
II. Pass., to be fastened on, ὀργάνῳ Heliod. ap. Orib. 49.4.39. (Cf. ἐπιπήσσομαι).

German (Pape)

[Seite 969] (s. πήγνυμι), 1) auf der Oberfläche hart werden lassen, gerinnen od. gefrieren machen, vom Reif, Xen. Cyn. 5, 1. – Pass., auf der Oberfläche gefrieren, Theophr. – 2) darein befestigen, einsetzen, Sp.

French (Bailly abrégé)

1 faire figer ou durcir à la surface ; Pass. se congeler à la surface;
2 ficher sur ; emboîter, ajuster solidement.
Étymologie: ἐπί, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπήγνῡμι: (сверху) стягивать морозом, подмораживать (ὁ παγετὸς ἐπιπήξας Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπήγνῡμι: ἢ -ύω, στερεώνω, θεμελιώνω τι, ἁψίδων ἐπέπηξε βάσιν Παύλ. Σιλεντ. Ἔκφρ. Μεγάλ. Ἐκκλ. 497. ΙΙ. κάμνω τι νὰ πήξῃ ἢ παγώσῃ κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας Ξεν. Κυν. 5. 1. - Παθ., μετ’ ἀμεταβ. πρκμ. ἐπιπέπηγα, ὅταν ἀνίῃ καὶ πάλιν ἐπιπηγνύηται, ἐπὶ πάγου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 2.

Greek Monolingual

ἐπιπήγνυμι και ἐπιπηγνύω (AM) πήγνυμι
τοποθετώ επάνω, στερεώνω, θεμελιώνω
αρχ.
1. κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει στην επιφάνεια («ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας», Ξεν.)
2. (αμτβ.) πήζω
3. παθ. ἐπιπήγνυμαι
προσηλώνομαι, στερεώνομαι.

Greek Monotonic

ἐπιπήγνῡμι: μέλ. —πήξω, παγώνω, πήζω στην επιφάνεια, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -πήξω
to freeze at top, Xen.