ἐπιπήγνυμι
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
or ἐπιπηγνύω,
A make to freeze on the top, X.Cyn.5.1:—Pass., with intr. pf. ἐπιπέπηγα, congeal, coagulate, Thphr. CP 5.13.2, Gal. 18(1).597.
II. Pass., to be fastened on, ὀργάνῳ Heliod. ap. Orib. 49.4.39. (Cf. ἐπιπήσσομαι).
German (Pape)
[Seite 969] (s. πήγνυμι), 1) auf der Oberfläche hart werden lassen, gerinnen od. gefrieren machen, vom Reif, Xen. Cyn. 5, 1. – Pass., auf der Oberfläche gefrieren, Theophr. – 2) darein befestigen, einsetzen, Sp.
French (Bailly abrégé)
1 faire figer ou durcir à la surface ; Pass. se congeler à la surface;
2 ficher sur ; emboîter, ajuster solidement.
Étymologie: ἐπί, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπήγνῡμι: (сверху) стягивать морозом, подмораживать (ὁ παγετὸς ἐπιπήξας Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπήγνῡμι: ἢ -ύω, στερεώνω, θεμελιώνω τι, ἁψίδων ἐπέπηξε βάσιν Παύλ. Σιλεντ. Ἔκφρ. Μεγάλ. Ἐκκλ. 497. ΙΙ. κάμνω τι νὰ πήξῃ ἢ παγώσῃ κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας Ξεν. Κυν. 5. 1. - Παθ., μετ’ ἀμεταβ. πρκμ. ἐπιπέπηγα, ὅταν ἀνίῃ καὶ πάλιν ἐπιπηγνύηται, ἐπὶ πάγου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 2.
Greek Monolingual
ἐπιπήγνυμι και ἐπιπηγνύω (AM) πήγνυμι
τοποθετώ επάνω, στερεώνω, θεμελιώνω
αρχ.
1. κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει στην επιφάνεια («ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας», Ξεν.)
2. (αμτβ.) πήζω
3. παθ. ἐπιπήγνυμαι
προσηλώνομαι, στερεώνομαι.
Greek Monotonic
ἐπιπήγνῡμι: μέλ. —πήξω, παγώνω, πήζω στην επιφάνεια, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -πήξω
to freeze at top, Xen.