φρέω
English (LSJ)
only in compounds διαφρέω, εἰσφρέω, ἐκφρέω, ἐπεισφρέω, qq.v., exc. aor. imperat. φρές (as if from *φρῆμι) Com.Adesp.489.
German (Pape)
[Seite 1305] fut. φρήσω, imperat. φρές, wie von φρῆμι, nach E. M. vielleicht aus φέρω entstanden, kommt nur in den Zusammensetzungen διαφρέω, εἰσφρέω u. ἐκφρέω vor, die man nachsehe.)
Greek (Liddell-Scott)
φρέω: μέλλ. φρήσω, κατὰ τὴν σημασίαν συγγενὲς τοῦ ἄγω καὶ ἵημι, ἀλλὰ κατὰ τὴν μορφὴν συγγενὲς τῷ φέρω· ἀπαντᾷ δὲ μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις διαφρέω, ἐκφρέω, εἰσφρέω, ἐπεισφρέω, ἃ ἴδε, ― πλὴν ὅτι τύπος τις προστ. ἀορ. φρὲς (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. φρῆμι) ἀπαντᾷ ἐν Κωμικ. Ἀνωνύμ. 188, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 740. 12. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 500.
Greek Monolingual
Α
(μόνον σύνθ. με τις προθέσεις εἰς, ἐκ, διά) άγω, οδηγώ, φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίφρημι].
Greek Monotonic
φρέω: μέλ. φρήσω, συγγενές προς το φέρω, αλλά απαντά μόνο στα σύνθετα διαφρέω, ἐκφρέω, εἰσφρέω, ἐπεισφρέω.
Middle Liddell
akin to φέρω found only in the compounds διαφρέω, ἐκφρέω, εἰσφρέω, ἐπεισφρέω.]
Frisk Etymology German
φρέω: {phréō}
See also: s. πίφρημι.
Page 2,1041
Mantoulidis Etymological
-ῶ Στή σημασία εἶναι συγγενικό μέ τά ἄγω καί ἵημι, ἀλλά στή μορφή μέ τό φέρω, καί συναντιέται μόνο σύνθετο: διαφρέω, ἐκφρέω, εἰσφρέω, ἐπεισφρέω. (Το νεοελλ. παρεισφρῶ ἀόρ. παρεισέφρησα = μπαίνω κρυφά). Σημαίνει: εἰσάγω, εἰσέρχομαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἐπείσφρησις (=εἰσαγωγή), ἐπεισφρητέον, παρείσφρησις (=λαθραία εἰσαγωγή).