ἀκατάβλητος

From LSJ
Revision as of 07:47, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάβλητος Medium diacritics: ἀκατάβλητος Low diacritics: ακατάβλητος Capitals: ΑΚΑΤΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: akatáblētos Transliteration B: akatablētos Transliteration C: akatavlitos Beta Code: a)kata/blhtos

English (LSJ)

ἀκατάβλητον,
A irrefragable, λόγος Ar.Nu.1229.
II not to be thrown down, πύργοι Sch.E.Hec.1.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha sido derribado o abatido de un luchador, dud. en JRCil.1.41 (Antioquía, imper.).
2 fig. indestructible, irrefutable λόγος Ar.Nu.1229, glos. a ἀκαθαίρετος Sud.
inconmovible, firme ἀκατάβλητον ... τὴν διάνοιαν ἡμῶν μένειν Basil.M.31.872A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut abattre ou réfuter.
Étymologie: , καταβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάβλητος: неопровержимый, неотразимый (λόγος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάβλητος: -ον, ὁ μὴ καταβαλλόμενος, λόγος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1229.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάβλητος, -ον) καταβάλλω
1. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τον καταβάλει, να τον ρίξει κάτω, ακαταμάχητος
2. αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξασθενήσει, ο ακμαίος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξοφληθεί
«ακατάβλητοι τόκοι».

Greek Monotonic

ἀκατάβλητος: -ον (καταβάλλω), αυτός που δεν ανατρέπεται, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αδιάψευστος, ακατάρριπτος, αναντίρρητος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

καταβάλλω
not to be overthrown, irrefragable, Ar.

Translations

indestructible

Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний