φλόγεος
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
α, ον, (φλόξ)
A bright as fire, ὄχεα Il.5.745, 8.389.
2 burning, flaming, πυρὸς αὐγαί E.Hec.1104 (lyr.); φλογέας δαλοῖσι χέρας Id.Tr.1257 (lyr.); λαμπάδες Ar.Ra.340 (lyr.).
3 inflamed, red, φλόγεαι, = ἐρυθραί, dub. in Hp. ap. Gal.19.152; v. φλόγιος.
German (Pape)
[Seite 1292] brennend, leuchtend, glänzend; ὄχεα, von Gold oder andern Metallen, Il. 5, 745. 8, 389; Eur. Hec. 1103 Troad. 1257; λαμπάδες Ar. Ran. 340; sp. D., wie Nic., Opp.
French (Bailly abrégé)
έα, εον;
c. φλογερός.
Étymologie: φλόξ.
Russian (Dvoretsky)
φλόγεος: φλόξ
1 горящий, пылающий (λαμπάδες Arph.): φλόγεαι δαλοῖσι χεῖρες Eur. руки, держащие зажженные факелы;
2 горящий как жар, сверкающий (ὄχεα Hom.; πυρὸς αὐγαί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
φλόγεος: -α, -ον, φλογερός, ὄχεα Ἰλ. Ε. 745, Θ. 389· πυρὸς αὐγαὶ Εὐρ. Ἑλ. 1104· χέρας φλογέας δαλοῖσι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1257· λαμπάδες Ἀριστοφ. Βάτρ. 340. 2) πεφλογισμένος, φλογώδης, ἐρυθρός, Foës. Oec. Hipp.
English (Autenrieth)
(φλόξ): flaming, gleaming, Il. 5.745 and Il. 8.389.
Greek Monolingual
-έα, -ον, ΜΑ
αυτός που καίει, που βγάζει φλόγες, φλογερός («φλόγεαι πυρὸς αὐγαί», Ευρ.)
αρχ.
αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά
2. ερυθρός
3. μτφ. (για τον έρωτα) αυτός που προκαλεί πολύ έντονα συναισθήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -εος (πρβλ. χρύσεος)].
Greek Monotonic
φλόγεος: -α, -ον (φλόξ), φλογερός, φλεγόμενος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.