ἀντιμάχομαι

From LSJ
Revision as of 13:28, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμᾰχομαι Medium diacritics: ἀντιμάχομαι Low diacritics: αντιμάχομαι Capitals: ΑΝΤΙΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: antimáchomai Transliteration B: antimachomai Transliteration C: antimachomai Beta Code: a)ntima/xomai

English (LSJ)

fight against one, Th.4.68: abs., D.S.22.10.

Spanish (DGE)

luchar enfrente, como enemigo abs. Th.4.68, D.C.65.13.3, 43.17.3
resistir, presentar batalla, defenderse D.S.22.10, τοὺς ἀντιμαχομένους ἀποκτιννύειν X.Eph.1.13.2, c. dat. τῷ πάθει Plu.Fluu.14.1, τὸ ἀντιμαχόμενον αὐτῷ Σῶον Horap.1.6.

German (Pape)

[Seite 255] (s. μάχομαι). dagegen kämpfen, Thuc. 4, 68; Widerstand leisten, τινί, Plut.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεμαχεσάμην;
lutter contre, résister.
Étymologie: ἀντί, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμάχομαι: противоборствовать, сопротивляться (Thuc.; τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμάχομαι: μέλλ. -μαχήσομαι, ἀποθ., μάχομαι ἐναντίον τινός, τῶν προδιδόντων Μεγαρέων ἀντιμαχομένων Θουκ. 4. 68.

Greek Monolingual

(AM ἀντιμάχομαι)
μάχομαι εναντίον κάποιου, καταπολεμώ
νεοελλ.
1. εχθρεύομαι, αποστρέφομαι
2. προβάλλω αντίσταση
3. (μτχ.) τα αντιμαχόμενα
ρητορικό σχήμα με το οποίο αποδεικνύεται το άτοπο ενός ισχυρισμού, ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τη φύση του προσώπου που κρίνεται.

Greek Monotonic

ἀντιμάχομαι: μέλ. -μᾰχήσομαι, αποθ., μάχομαι εναντίον κάποιου, σε Θουκ.

Middle Liddell

Dep. to fight against one, Thuc.

Lexicon Thucydideum

contra pugnare, to fight against, 4.68.2.