ἐπαναχωρέω
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
retreat, return, Charon Fr.2, Ar.Lys.461, Th.6.49; δεῦρο Pherecr.59; ἐς τὰς Θήβας Hdt.9.13; ἐς τὸ τεῖχος Th.1.63, cf. 3.96; πρὸς τὰ μετέωρα Id.4.44; ἐπὶ τὰ πρῶτα λεχθέντα Pl.Lg.781e; εἰς θεοὺς ἐ. τῆς τῶν πράξεων ἀρχῆς return from.., Plu.2.580a; ἐ. τῶν πραγμάτων withdraw from, PLond.5.1727.16 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 901] zurückweichen, sich zurückziehen, Thuc. 1, 131 u. öfter, wie Folgde; ἐπὶ τὰ πρῶτα λεχθέντα Plat. Legg. VI, 781 e; Sp.
French (Bailly abrégé)
ἐπαναχωρῶ :
revenir sur ses pas.
Étymologie: ἐπί, ἀναχωρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναχωρέω:
1 отступать, возвращаться (ἐς τὰς Θήβας Her.; ἐς τὸ τεῖχος, πρὸς τὰ μετέωρα Thuc.; ἐπὶ τὰ πρῶτα λεχθέντα Plat.);
2 уходить, удаляться Arph.;
3 относить, приписывать (τὸ συμφέρον τινὸς εἰς θεούς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναχωρέω: ἀναχωρέω, ἀποσύρομαι, ἐπανέρχομαι, Χάρων ἐν Ἀποσπ. 2, Ἡρόδ. 13, Ἀριστοφ. Λυσ. 416, Θουκ. 1. 131 (ἴδε ἐν λ. ἐφορμάω ΙΙΙ). ἐς τὸ τεῖχος Θουκ. 1. 63, πρβλ. 3. 96· πρὸς τὰ μετέωρα 4. 44· ἐπί τι Πλάτ. Νόμοι 781Ε· εἰς θεούς ἐπαναχωρεῖ τῆς τῶν πράξεων ἀρχῆς, ἐπανέρχεται εἰς τοὺς θεοὺς ἐκ τῆς..., κτλ., Πλούτ. 2. 580Α.
Greek Monotonic
ἐπαναχωρέω: μέλ. -ήσω, πηγαίνω πίσω ξανά, αποσύρομαι, επανέρχομαι, επιστρέφω, σε Ηρόδ., Αττ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to go back again, to retreat, return, Hdt., Attic
Lexicon Thucydideum
recedere, recipere se, to retire, withdraw oneself, 1.63.1, 1.63.2, 1.131.1, 3.33.3. 3.96.2, 3.108.3. 4.44.2, 5.41.3, 5.55.2. 6.49.4. 6.70.3, 6.70.4, 6.97.5. 6.100.3. 8.10.2.