λάθρῃ

From LSJ
Revision as of 14:28, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάθρῃ Medium diacritics: λάθρῃ Low diacritics: λάθρη Capitals: ΛΑΘΡΗ
Transliteration A: láthrēi Transliteration B: lathrē Transliteration C: lathri Beta Code: la/qrh|

English (LSJ)

[ᾱ], Att. λάθρᾳ, Adv., (λανθάνω)
A secretly, by stealth, ὁ δέ οἱ παρελέξατο λάθρῃ Il.2.515; ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάθρῃ Od.15.430; λάθρῃ κτείναντες treacherously, 17.80; ἀλλά τε λάθρῃ γυῖα βαρύνεται imperceptibly, Il.19.165: in Trag. and Att., S.Aj.1137, OT386, Ar.Ra.746, Th.4.39, Pl.R.347b, etc.
2 c. gen., λάθρῃ τινός unknown to one, λάθρῃ Λαομέδοντος Il.5.269; λάθρῃ τῶν ἄλλων στρατηγῶν Hdt.8.112, cf. 9.90, S.OT787, OC354, Ar.V.347, X.An.1.3.8.—Freq. written λάθρα, λάθρη in codd. and Pap., but λάθραι (i.e. λάθρᾳ) in UPZ19.28 (ii B. C.) and in some of the best codd., as the Laurentian of Sophocles, also in POxy.16 of Th. l. c. (i A. D.):—other forms are λάθρα, h.Cer.240, E.Fr.1132.28; λαθρηδόν, AP7.202 (Anyt.); λαθρηδά, Luc.Cal.21; λαθρηδίς, Hdn.Gr.1.512 (λαθρηδώς (sic), Cyr.).

French (Bailly abrégé)

v. λάθρᾳ.

Russian (Dvoretsky)

λάθρῃ: или λάθρη adv. ион. = λάθρᾳ I и II.

Greek (Liddell-Scott)

λάθρῃ: ἢ λάθρη, Ἀττ. λάθρᾱͺ, ἐπίρρ. (√ΛΑΘ, λανθάνω)» - κρυφίως, ἠρέμα, ἡσύχως, ἐπὶ παρανόνων ἢ κρυφίων ἐρώτων, ὁ δέ οἱ παρελέξατο λάθρῃ Ἰλ. Β. 515· ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάθρῃ Ὀδ. Ο. 430· ἐμέ... λάθρῃ κτείναντες, προδοτικῶς, Ρ. 80· ἀλλά τε λάθρῃ γαῖα βαρύνεται, ἀνεπαισθήτως, Ἰλ. Τ. 165· οὕτω παρ’ Ἀττ., Σοφ. Αἴ. 1137, Ο. Τ. 386, Ἀριστοφ. Βάτρ. 746, Θουκ. 4. 39, κτλ. 2) μετὰ γεν., λάθρῃ τινός, ἐν ἀγνοίᾳ τινός, λάθρῃ Λαομέδοντος Ἰλ. Ε. 269· λάθρη τῶν ἄλλων στρατηγῶν Ἡρόδ. 8. 112, πρβλ. 9. 90, Σοφ. Ο. Τ. 787, Ο. Κ. 354, Ἀριστοφ. Σφ. 347. - Συνήθως φέρεται λάθρῃ, λάθρα· ἀλλ’ ἐπειδὴ εὑρίσκεται λάθραι (δηλ. λάθρᾳ) ἔν τισι τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφ. οἷον τὸ Λαυρ. τοῦ Σοφ., τὸν τύπον τοῦτον ἀποκατέστησαν οἱ νεώτατοι ἐκδόται παρὰ τοῖς Ἀττ. συγγραφεῦσι καὶ λάθρῃ παρ’ Ὁμ.· - ἕτεροι τύποι ὡσαύτως ὑπάρχουσι: λᾱθρηδόν, Ἀνθ. Π. 7. 202· λαθρηδά, Λουκ. περὶ Διαβολ. 21· λαθρηδίς, Ἰωάνν. Ἀλεξ. 38. 29, Θεόγνωστ. 163. 25· λαθρηιδίῃ, Χρησμ. Σιβ. 3. 139.

English (Autenrieth)

secretly, unbeknown, τινός, ‘to one’; ‘imperceptibly,’ Il. 19.165.

Greek Monotonic

λάθρῃ: Αττ. λάθρᾷ, επίρρ. (λᾰθεῖν),
1. μυστικά, κρυφά, παράνομα, ύπουλα, σε Όμηρ.· λάθρῃ γυῖα βαρύνεται, ανεπαίσθητα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, σε Αττ., Σοφ., κ.λπ.
2. με γεν., χωρίς τη γνώση κάποιου, εν αγνοία κάποιου, λάθρῃ Λαομέδοντος, σε Ομήρ. Ιλ.· λάθρῃ τῶν στρατηγῶν, σε Ηρόδ.· ομοίως, σε Αττ.

Middle Liddell

[λᾰθεῖν]
1. secretly, covertly, by stealth, treacherously, Hom.; λάθρῃ γυῖα βαρύνεται imperceptibly, Il.; so in Attic, Soph., etc.
2. c. gen. without the knowledge of, unknown to, λάθρῃ Λαομέδοντος Il.; λάθρῃ τῶν στρατηγῶν Hdt.; so in Attic.

Spanish

secretamente

Translations

secretly

Arabic: سِرًّا‎; Azerbaijani: gizlicə, xəlvətcə, əlaltından, gizlin; Belarusian: таемна; Bulgarian: тайно, незабелязано; Catalan: secretament, cobertament, en secret; Chinese Mandarin: 偷偷; Czech: tajně; Dutch: stiekem, in het geheim; Esperanto: sekrete; Finnish: salaa, salaisesti, salassa, vaivihkaa; French: secrètement, en cachette; German: heimlich, insgeheim; Gothic: 𐌸𐌹𐌿𐌱𐌾𐍉, 𐌰𐌽𐌰𐌻𐌰𐌿𐌲𐌽𐌹𐌱𐌰; Greek: μυστικά, κρυφά, κρυφίως, εν κρυπτώ, εν κρυπτώ και παραβύστω, ενδόμυχα, στη ζούλα; Ancient Greek: ἀγνωστί, ἀγνώστως, ἀδήλως, ἀποκρύφως, ἀπορρήτως, ἀσυμφανῶς, ἀφανῶς, δι' ἀπορρήτων, ἐγκεκαλυμμένως, ἐν ἀποκρύφῳ, ἐν ἀπορρήτῳ, ἐν κρυφῇ, κρύβδα, κρύβδαν, κρύβδην, κρυφᾷ, κρύφα, κρυφαίως, κρυφῇ, κρυφῆ, κρυφίως, λάθρα, λάθρᾳ, λάθρῃ, λαθραίως, λανθανόντως, σῖγα, σιγῇ, σκότιον; Hungarian: titkon, titokban; Ido: sekrete; Irish: gan fhios; Italian: di nascosto; Japanese: ひそかに; Korean: 몰래; Latgalian: paslapyn, paslapši; Latin: clam, furtim, latenter; Latvian: slepeni; Middle English: sleighly; Polish: potajemnie; Portuguese: secretamente; Russian: тайно, секретно, тайком, втайне, скрытно; Sanskrit: सनुतर्; Scottish Gaelic: os ìosal; Serbo-Croatian Cyrillic: кришом, тајом, тајно; Roman: krišom, tajom, tajno; Spanish: secretamente, en secreto; Ukrainian: тає́мно; Walloon: catchetmint; West Frisian: temûk

unbeknownst

Arabic: مُبْهَم; Bulgarian: непознат; Chinese Danish: uden ngns vidende; Dutch: buiten medeweten van; Esperanto: nesciate de; Finnish: tietämättä; French: à l'insu de; German: ohne Wissen; Greek: χωρίς να το ξέρει, εν αγνοία; Ancient Greek: ἀσυνειδήτως, κρύβδα, κρύβδην, κρύφα, λάθρᾳ, λάθρῃ, παρεκνόον Hungarian: tudtán kívül, tudta nélkül; Irish: gan fhios; Italian: all'insaputa; Polish: bez wiedzy; Portuguese: sem o conhecimento de; Russian: без ведома; Spanish: sin el conocimiento de, desconocido; Swedish: någon ovetande, någon ovetandes; Welsh: heb yn wybod i

Lexicon Thucydideum

clam, secretly, stealthily, 4.16.1, 4.39.3. 4.110.2, 8.84.4.