χρυσίον
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
τό, Dim. of χρυσός,
A a piece of gold, generally, gold, Hdt. 3.95,97, Pl.Euthd.288e, R.336e, al.
2 anything made of gold, gold plate, ornaments of gold, etc., ἄσημον Th.2.13: pl., D.27.10, 48.55, Men.Sam.167, 1 Ep.Pet.3.3, Plu.Tim.15.
3 esp. gold coin, money, E. Cyc.161; οὔτ' ἀργύριον οὔτε χρυσίον Ar.Eq.472, cf. Pl.808, Ra.720 (troch.), etc.; χρυσίον Ἀττικόν IG22.1687.16; λῆρος πάντα πρὸς τὸ χ. Antiph.232.1; ἐγὼ δ' ὑπέλαβον χρησίμους εἶναι θεοὺς τἀργύριον καὶ τὸ χ. Men.537.4: but στατῆρας χρυσίου Eup.112; χρυσία pieces of gold, Pl.R.336e.
4 gold thread, Hp.Art.32.
II as a term of endearment, my little treasure! Ar.Lys.930, cf. Ap11.232 (Callias Arg.).
2 = τὸ τῶν παιδίων αἰδοῖον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1380] τό, dim. von χρυσός, kleines Stück Gold, Her. 3, 95. 97, übh. Gold, bes. jedes verarbeitete Gold, Plat. Euthyd. 299 d Alc. I, 122 e Men. 78 c u. öfter; vgl. Böckh ath. Staatsh. II p. 213; σὺν ἱματίοις καὶ χρυσίοις μνᾶς ἐπιδούς Is. 8, 8. – Bes. Goldmünzen, Ar. Equ. 472 Plut. 808, immer wenn eine Geldsumme angeführt wird und wir hinzusetzen »in Golde«. – Goldschmuck, Poll. 7, 103. – Als Schmeichelwort, Goldchen, Goldliebchen, Ar. Ach. 1162 Lys. 929.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. petit morceau d'or, un peu d'or ; l'or en gén.
II. tout objet d'or ou travaillé en or :
1 monnaie d'or ; en gén. somme d'argent ; biens, richesses;
2 coupe d'or;
3 τὰ χρυσία objets d'or (bijoux, parure, vase, etc.);
III. t. de tendresse mon petit or, mon petit trésor.
Étymologie: χρυσός.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσίον: τό [demin. к χρυσός
1 золото: ἄπυρον χ. Her. золотая руда или самородное золото; κεχρῆσθαι τῷ χρυσίῳ Plat. пользоваться золотом; χ. ἄσημον Thuc. золото в слитках;
2 золотое изделие (ἔπιπλα καὶ χρυσία καὶ ἱμάτια Dem.);
3 тж. pl. золотые монеты, деньги Eur., Men.: τὸ καινὸν χ. Arph. золото новой чеканки; δέεσθαι χρυσίου πρός τι Xen. нуждаться в деньгах для чего-л.;
4 ласк. (в обращении) сокровище мое! Arph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσίον: τό, ὑποκορ. τοῦ χρυσός, τεμάχιον χρυσοῦ, καὶ καθόλου, χρυσός, Ἡρόδ. 3. 95, 97, Πλάτ. Εὐθύδ. 288Ε, Πολ. 336Ε, κ. ἀλλ. 2) πρᾶγμα ἐκ χρυσοῦ πεποιημένον, χρυσὸς εἰργασμένος, πλάκες ἐκ χρυσοῦ, κοσμήματα ἐκ χρυσοῦ κτλ., ἄσημον Θουκ. 2. 13· ἐν τῷ πληθ. Δημ. 816, 22., 1182. 26· πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 35. 3) μάλιστα νόμισμα ἐκ χρυσοῦ, χρήματα, Εὐρ. Κύκλ. 161· ἀργύριον καὶ χρυσίον Ἀριστοφ. Ἱππ. 472, Πλ. 808, Βάτρ. 720, Πλάτ. κλπ.· λῆρος πάντα πρὸς τὸ χρ. Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 60· ἐγὼ δ᾿ ὑπέλαβον χρησίμους εἶναι θεοὺς τἀργύριον καὶ τὸ χρ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 10· - ἀλλά, στατῆρας χρυσίου Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 32· χρυσία, νομίσματα ἐκ χρυσοῦ, Πλάτ. Πολ. 336Ε. 4) χρυσῆ κλωστή, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· ΙΙ. ὡς ὅρος ἐκφράζων στοργήν, «χρυσέ» μου, θησαυρέ μου! Ἀριστοφ. Λυσ. 930, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 11. 232.
English (Strong)
diminutive of χρυσός; a golden article, i.e. gold plating, ornament, or coin: gold.
English (Thayer)
χρυσίου, τό (diminutive of χρυσός, cf. φορτίον), from Herodotus down, the Sept. for זָהַב, gold, both that which lies imbedded in the earth and is dug out of it (Plato, Euthyd., p. 288e.; the Sept. μεταλλευθεν, Lucian, de sacr. 11): χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρός (R. V. refined by fire), T Tr WH); gold coin,'gold': golden ornaments, precious things made of gold, L WH text; G L WH text; G L Tr text WH text (cf. χρυσός).
Greek Monotonic
χρῡσίον: τό, υποκορ. του χρύσος·
I. 1. κομμάτι από χρυσό, γενικά χρυσός, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· σε πληθ., σε Δημ.
2. χρυσό νόμισμα, χρήματα, σε Ευρ., Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· χρυσία, κομμάτια από χρυσό, σε Πλάτ.
II. ως όρος τρυφερότητας, χρυσέ μου! θησαυρέ μου! σε Αριστοφ., Ανθ.
Middle Liddell
χρῡσίον, ου, τό, [Dim. of χρύσος]
I. a piece of gold, generally, gold, Hdt., Thuc., etc.; pl., Dem.
2. gold coin, money, Eur., Ar., Plat., etc.; χρυσία pieces of gold, Plat.
II. as a term of endearment, my golden one! my little treasure! Ar., Anth.
Chinese
原文音譯:crus⋯on 赫呂西按
詞類次數:名詞(9)
原文字根:金(小)
字義溯源:金器,金,金子,金幣,金飾物;源自(χρυσός)*=金)
出現次數:總共(9);徒(2);來(1);彼前(3);啓(3)
譯字彙編:
1) 金(5) 徒3:6; 徒20:33; 來9:4; 彼前3:3; 啓21:21;
2) 金子(3) 彼前1:7; 彼前1:18; 啓3:18;
3) 金的(1) 啓21:18