ἀγριότης

From LSJ
Revision as of 13:10, 20 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγριότης Medium diacritics: ἀγριότης Low diacritics: αγριότης Capitals: ΑΓΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: agriótēs Transliteration B: agriotēs Transliteration C: agriotis Beta Code: a)grio/ths

English (LSJ)

ἀγριότητος, ἡ,
A savageness, wildness, of animals, opp. ἡμερότης, X.Mem.2.2.7, cf. Isoc.12.163, Arist.HA588a21; ofplants, Thphr. HP 3.2.4; of untilled ground, ἀγριότης γῆς Gp.7.1.4; of diet, Hp.VM7 (as v.l. for θηριότητα), Aër.23.
II of men, in moral sense, fierceness, cruelty, Pl.Smp. 197d, al., D.26.26 (pl.).

Spanish (DGE)

ἀγριότητος, ἡ
1 estado salvaje, salvajismo op. ἡμερότης de animales, X.Mem.2.2.7, Isoc.12.163, Arist.HA 588a21, LXX 2Ma.15.21
de pers. βαρβάρων ἀ. Plb.9.24.4
de plantas estado silvestre Thphr.HP 3.2.4
de la tierra falta de cultivo ἀ. γῆς Gp.7.1.4.
2 ref. al carácter fiereza, crueldad op. πραότης Pl.Smp.197d, Arist.HA 629b7, cf. D.26.26, ἀ. καὶ μέθη Plb.18.55.2
de pasiones violencia, fiereza ἀ. (ἐπιθυμίας) Herm.Mand.12.1.2
ímpetu Sud.

French (Bailly abrégé)

ἀγριότητος (ἡ) :
1 nature sauvage, non cultivée;
2 au mor. caractère farouche, sauvagerie, cruauté.
Étymologie: ἄγριος.

German (Pape)

ἀγριότητος, ἡ,
1 der wilde Zustand der Pflanzen, Theophr., Wildheit der Tiere und übertragen
2 Roheit, Leidenschaftlichkeit, der πρᾳότης entgeggstzt, Plat. symp. 179d; αἱ ἐν ταῖς ψυχαῖς ἀγριότητες Dem. 26.26.

Russian (Dvoretsky)

ἀγριότης: ἀγριότητος ἡ
1 дикость (θηρίου Xen.; τῶν θηρίων Isocr.);
2 перен. тж. pl. дикость, грубость Plat., Arst., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριότης: ἀγριότητος, ἡ, ἀγρία κατάστασις ζῴων, τὸ ἀντίθετον τοῦ ἡμερότης, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 7, Ἰσοκρ. 267 Β, καὶ φυτῶν: Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 2, 4· ἐπὶ ἀκαλλιεργήτου γῆς, ἀγρ. γῆς, Γεωπ. 7. 1: -περὶ διαίτης, τρόπου τοῦ ζῆν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Ἀέρ. 294. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων -ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας- ἀγριότης, σκληρότης, θηριωδία, Πλάτ. Συμπ. 197D, καὶ ἀλλ.· Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8, 1,2· ἐν τῷ πλθ., Δημ. 808, 15.

Greek Monotonic

ἀγριότης: ἀγριότητος, ἡ (ἄγριος),
I. αγριότητα, βαρβαρότητα, σκληρότητα, σε Ξεν. κ.λπ.
II. με ηθική σημασία, θηριωδία, βαναυσότητα, βιαιότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἄγριος
I. wildness, savageness, Xen., etc.
II. in moral sense, savageness, fierceness, cruelty, Plat., etc.

English (Woodhouse)

cruelly, cruelty, savageness, wildness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)