φωΐς
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, contr. φῴς, φῳδός, only found in plural φωΐδες, φῷδες (erroneously written φοῖδες in Arist.Pr.967a27), gen. φῴδων (Hdn. Gr.2.342):—blister on the skin, caused by a burn, Hippon.59, Ar. Pl.535 (anap.), Fr.345, Hp.Morb.2.54, Diocl.Fr.80.
German (Pape)
[Seite 1321] ΐδος, ἡ, zsgzgn φῴς, φῳδός, in der Regel nur im plur. φωΐδες, φῷδες, gen. φῴδων, – Blasen auf der Haut, Brandblasen, schwarze Brandflecken; Hippocr.; Ar. Plut. 535; B. A. 70.
French (Bailly abrégé)
φωΐδος (ἡ) :
tache de brûlure sur la peau.
Étymologie: φάος.
Greek Monolingual
και φοΐς, -ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α
φυσαλλίδα στην επιφάνεια του δέρματος, που οφείλεται σε έγκαυμα και περιέχει υδαρές υγρό, φλύκταινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ο τ. ανάγεται στη μορφή bhō-w- της ρίζας του φώγω «ψήνω, καίω», αν θεωρηθεί ως αρχική η σημ. της λ. «έγκαυμα». Λιγότερο πιθανή, ωστόσο, θεωρείται η άποψη ότι ο τ. με αρχική σημ. «φουσκάλα, φλύκταινα», ανάγεται στην ΙΕ ρίζα p(h)ŭ- (πρβλ. φῦσα, λατ. pussula / pustula) και έχει σχηματιστεί πιθ. από μια μορφή phōu- της ρίζας (πρβλ. φώκη) με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς)].
Russian (Dvoretsky)
φωΐς: φωΐδος, стяж. φῷς, φῳδός ἡ (только pl.; gen. pl. φῴδων) ожог, волдырь (от ожога) Arph., Arst.
Translations
blister
Apache Western Apache: daʼiłtáné; Arabic: بَطْبَاطَة, نَفْطَة; Armenian: բշտիկ; Assamese: ফোঁহা; Azerbaijani: qabarcıq; Basque: baba; Belarusian: пухі́р; Bulgarian: пришка, мехур; Catalan: butllofa; Chinese Mandarin: 水疱, 皰, 疱; Czech: puchýř; Danish: vable, blære, vabel; Dutch: blaar, blein, blister, blaasje; Esperanto: blazo; Estonian: vill, rakk; Faroese: bløðra, blæma; Finnish: rakkula, rakko; French: ampoule, cloque, boursouflure, phlyctène; Galician: bocha, ampola, vexiga; Georgian: ბებერა; German: Blase; Greek: φουσκάλα; Ancient Greek: πομφός, φαῦσιγξ, φλοκτίς, φλύκταινα, φλυκτίς, φωΐς; Hebrew: שַׁלְפּוּחִית; Hiligaynon: lap-ok; Hindi: छाला, फफोला; Hungarian: vízhólyag, hólyag; Icelandic: blaðra, vessabóla, vatnsbóla; Ingrian: vesirakko, vesivilli; Irish: spuaic, clog; Italian: vescica, bolla; Japanese: まめ, 水膨れ, 火脹れ, 水疱; Kazakh: күлбіреу, күлдіреу, қолдырау; Khmer: ដំណួច; Korean: 물집; Kurdish Central Kurdish: بِلۆق; Southern Kurdish: تووقاڵە; Latin: pustula; Luxembourgish: Bloder; Macedonian: меур, плускавец, плик; Manx: mamm; Maori: hoipū, pūputa, kōpūpū; Mongolian: цэврүү; Navajo: tóʼiiłtą́; Norman: boursoufliuthe; Norwegian Bokmål: vannblemme; Occitan: bofiga; Ottoman Turkish: قبارجق; Persian: تاول; Plautdietsch: Blos; Polish: pęcherz, bąbel, pęcherzyk; Portuguese: bolha; Romanian: bășică; Russian: волдырь, нарыв, мозоль; Scottish Gaelic: balg; Serbo-Croatian Cyrillic: пли̑к, жу̑љ, ме̏хӯр; Roman: plȋk, žȗlj, mȅhūr; Sicilian: mpudda, foddira; Slovak: pľuzgier; Slovene: žulj; Spanish: ampolla, ámpula; Swedish: blåsa; Tagalog: paltos, libtos, libtok; Tarifit: tareffixt, areffix; Tatar: кабарчык sg; Thai: ผด, ตุ่ม, พุพอง; Tibetan: ཆུ་ལྒང; Tocharian B: weru; Turkish: kabarcık; Ukrainian: пухир; Urdu: چھالا; Volapük: buläd; Welsh: pothell, chwysigen; West Coast Yucatec Yup'Zazaki: bılık; Zulu: ivusela