διακόνημα

From LSJ
Revision as of 17:27, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾱκόνημα Medium diacritics: διακόνημα Low diacritics: διακόνημα Capitals: ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ
Transliteration A: diakónēma Transliteration B: diakonēma Transliteration C: diakonima Beta Code: diako/nhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A servants' business, service, δουλικὰ δ. Pl.Tht.175e; δ. ἐγκύκλια Arist.Pol.1255b25, cf.CIG2811b24 (Aphrodisias, prob.).
2 service rendered to a god, Jul.Or.2.68c.
II pl., instruments or utensils of service, Ath.6.274b, Diog.Ep.37.3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 servicio δουλικὰ ... διακονήματα Pl.Tht.175e, Iambl.Protr.14, Eus.PE 12.29.13, ἐδίδασκε τὰ ἐγκύκλια διακονήματα τοὺς παῖδας enseñaba a los esclavos sus obligaciones cotidianas Arist.Pol.1255b25, cf. D.C.66.10.2, Basil.M.31.645B
ref. al servicio tributado a una divinidad, Iul.Or.3.68c, πρὸς τὴν τῶν ψυχικῶν διακονημάτων εὐκολίαν a la comodidad de las funciones del alma Gr.Nyss.Virg.333.10.
2 plu. utensilios para el servicio a la mesa, vajilla Diog.Ep.37.3, Ath.274b
sg. útil, utensilio metáf. σύνηθές τι καὶ ἀφροδίσιον δ. ref. a un amante, Hld.7.16.1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 office de serviteur, service;
2 τὰ διακονήματα ustensiles pour le service, ustensiles de ménages.
Étymologie: διακονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακόνημα -ατος, τό [διακονέω] dienst.

German (Pape)

[ιᾱ], τό,
1 Dienst; δουλικόν δ. Plat. Theaet. 175e; Arist. Polit. 1.7.
2Hausgerät; Ath. VI 274b.

Russian (Dvoretsky)

διᾱκόνημα: ατος τό служба (διακονήματα δουλικά Plat. и ἐγκύκλια Arst.).

Greek Monolingual

το (AM διακόνημα) διακονώ
1. υπηρεσία που προσφέρει ένας κατώτερος προς έναν ανώτερο ή ένας νεώτερος σε έναν μεγαλύτερο
μσν.- νεοελλ.
υπηρεσία που εκτελεί καλόγηρος για ορισμένο χρονικό διάστημα
αρχ.
1. υπηρεσία υποδεέστερης σημασίας
2. ιερατικό λειτούργημα
3. (το ουδ. στον πληθ.) διακονήματα
οικιακά σκεύη.

Greek Monotonic

διᾱκόνημα: -ατος, τό, εργασία των υπηρετών, υπηρεσία, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διᾱκόνημα: τό, τῶν ὑπηρετῶν ἐργασία, ὑπηρεσία, δουλικὰ δ. Πλάτ. Θεαιτ. 175Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 1. 7, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 2811b. 24. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., οἰκιακὰ σκεύη, ὑδρίαι, κτλ., Ἀθήν. 274Β.

Middle Liddell

διᾱκόνημα, ατος, τό, [from διακονέω
servants' business, service, Plat.