κατάγνυμι

From LSJ
Revision as of 19:35, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγνῡμι Medium diacritics: κατάγνυμι Low diacritics: κατάγνυμι Capitals: ΚΑΤΑΓΝΥΜΙ
Transliteration A: katágnymi Transliteration B: katagnymi Transliteration C: katagnymi Beta Code: kata/gnumi

English (LSJ)

inf. -ύναι [ῠ] Th.4.11, Pl.Phdr.265e; καταγνύω Eub. 107.14, X.Oec.6.5; late pres. κατάσσω, κατεάσσω (qq. v.): fut.

   A κατάξω Eup.323: aor. κατέαξα Hom., etc. (v. infr.); Ion. κατῆξα Hp.Epid.5.26; 3sg. subj. κατάξει SIG38.37 (Teos, v B.C.); part. κατάξας (Dobree for κατεάξας) Lys.3.42, Plu.2.526b (v.l. κατεάξας, κατάγξας); Ep. opt. καυάξαις = καϝϝάξαις for κατ-ϝάξαις, Hes.Op. 666, 693:—Pass., κατάγνῠμαι Hp.Fract.45, Art.67, Ar.Pax703: impf. κατεάγνυτο Epicur.Nat.113G.: aor. 2 κατεάγην [prob. ᾰ] Ar. V.1428, subj. κατ-ᾱγῶ (contr. fr. κατᾰ-ϝᾰγ-) Id.Fr.604, prob. in Id.Ach.928, opt. κατᾱγείην ib.944; part. καταγείς [prob. ᾱ] IG2.1673.33, 39, al., later κατᾰγέντος APl.4.187: fut. καταγήσομαι Cat.Cod. Astr. 8(4).129: pf.κατέᾱγα, Ion. κατέηγα Hp.Art.67 (in pass. sense); part. κατεαγώς, written κατειαγώς IG22.1673.55, contr. κατηγώς Phoenix5.1: pf. Pass. κατέαγμαι Luc.Tim.10, Paus.8.46.5, Artem. 5.32: aor. 1 κατεάχθην LXXJe.31(48).25; inf. καταχθῆναι Arist.PA 640a22; part. καταχθείς Anon.Lond.26.52, D.Chr.11.82.--The forms κατέαξα, κατεάγην led the copyists to insert the ε in unaugmented forms, as κατεάξας Lys. l.c., κατεαγῇ Hp.Art.50, κατεαγῆναι Pl.Grg.469d, and such forms were in use in later Gr., as κατεάξει Ev.Matt.12.20, κατεαγῶσιν Ev.Jo.19.31, κατέαξαν BGU908.25 (ii A.D.):— break in pieces, shatter, κατά θ' ἅρματα ἄξω Il.8.403; ἄξονα Hes.Op. 693; τὸ (sc. ἔγχος) γὰρ κατεάξαμεν Il.13.257; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od.9.283, cf. Hes.Op.666; εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον ἀλλήλων κατάξαντες τὰς κεφαλάς Lys.3.42; κατάξειέ τις αὐτοῦ μεθύων τὴν κεφαλήν Ar.Ach.1166 cod. R (v.l. τῆς κεφαλῆς, cf. οὐ γὰρ κατάξει τῆς κεφαλῆς τὰ ῥήματα Eup.323, κατῆξε τῶν πλευρέων Hp.Epid. 5.26, v. sub fin.); κατάξω τὴν κεφαλήν, ἄνθρωπέ, σου Men.Sam.173; γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar.V.1436; Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phryn. Com.68; τὰς ἀμυγδαλᾶς . . κάταξον τῇ κεφαλῇ σαυτοῦ λίθῳ Ar.Fr.590: metaph., break up into species, μὴ κ. μηδὲ κερματίζειν τὴν ἀρετήν Pl.Men.79a.    2 weaken, enervate, πατρίδα θ', ἢν αὔξειν Χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι E.Supp.508; τὰς ψυχὰς καταγνύουσι X.Oec.6.5: abs. in pf. part. κατεαγώς effeminate, D.H.Comp.18, Ath.12.524f; αὐλητὴς τῶν κ. Plu.Dem.4; κ. μουσική S.E.M.6.14.    II Pass. with pf. Act., to be broken, δόρατα κατεηγότα Hdt.7.224; ὀστέα Hp. Fract.8; κληΐς Id.Art.14; περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος S. Fr.565.3; κατέαγεν ἡ Χύτρα Ar.Th.403; esp. καταγῆναι τὴν κεφαλήν have one's head broken, And.1.61, Lys.3.14; τὴν κεφαλὴν κατεαγέναι D.54.35: Com., στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος Ar.Pl.545; τὸ κρανίον E.Cyc.684; τὸ σκάφιον Ar.Fr.604; κατεαγέναι or κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, of pugilists, Pl.Grg.515e, Prt.342b; τὴν κλεῖν κατεαγώς D.18.67: also c. gen. partit. (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ μέρος τι αὐτῆς Hdn.Philet. p.448 P.), τῆς κεφαλῆς κατέαγε περὶ λίθῳ πεσών Ar.Ach.1180; κατεάγη τῆς κ. Id.V.1428; τῆς κ. καταγῆναι (-εαγῆναι, -εαγέναι codd.) δεῖν Pl.Grg.469d; κατέαγα τοῦ κρανίου Luc.Tim.48: metaph., to be shattered, of an argument, Epicur. l. c.

German (Pape)

[Seite 1343] (s. ἄγνυμι), auch καταγνύω, Eubul. Ath. X, 450 a Xen. Oec. 6, 5 Arist. H. A. 9, 1, zerbrechen, zerschlagen, zerschmettern; τό (ἔγχος) νυ γὰρ κατεάξαμεν Il. 13, 257; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od. 9, 283; περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος Soph. frg. 147; γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar. Vesp. 1436; ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phrynich. bei Ath. II, 52 c; στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος, zerbrochen, Ar. Plut. 545, wie δόρατα κατεηγότα Her. 7, 224; τὰς ναῦς καταγνύναι Thuc. 4, 11; ἐπειδάν τις κατάξῃ τὴν λύραν Plat. Phaed. 86 a; οἱ μὲν ὦτα κατάγνυνται, sie haben zerschlagene Ohren, Prot. 342 b; ἂν καταγῇ ἡ κερκίς Crat. 389 a; κατεάγην τὴν κεφαλήν, mir wurde der Kopf zerschlagen, Andoc. 1, 61; Lys. 3, 14; Eur. Cycl. 680; καταγείη Ar. Ach. 908; aber auch τῆς κεφαλῆς, Vesp. 1428, vgl. Plat. Gorg. 469 d, es ist mir Etwas am Kopfe zerschlagen, so daß man nicht ὀστοῦν zu ergänzen hat; nach Moeris der attische Ausdruck für den gewöhnlichen accus., wonach Luc. Tim. 48 κατέαγα τοῦ κρανίου sagt; κατέαγμαι steht ib. 10. – Uebh. entkräften, schwächen, κατᾶξαι πατρίδα, im Ggstz von αὔξειν, Eur. Suppl. 524; – κατεαγότες ἄνθρωποι, verweichlicht, entkräftet, geschwächt, fractus, D. Hal. C. V.; Ath. XII, 524 f; ἡ κατεαγυῖα μουσική S. Emp. adv. mus. 14. – In den Modis des aor. I. findet sich öfter die v. l. κατεάξαι u. ä. (κατεάξαντες steht Lys. 3, 42 bei Bekk., der aber ib. 40 καταγείς für die vulg. κατεαγείς nach codd. geschrieben), wie bei Sp. κατεάξεις, z. B. N. T. Matth. 12, 19. – Καυάξαις bei Hes. O. 668. 695 ist alte Form für κατάξαις, aus dem diesem Verbum eigenen Digamma hervorgegangen.