ἅλωσις
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ,
A capture, Pi.O.10(11).42, Hdt.1.5, 3.156, A.Ag.589, etc.; δαΐων ἅ. conquest by enemy, Id.Th.119: means of conquest, S. Ph.61. 2 taking, catching of birds and fish, Arist.HA593a20, 600a3 (pl.); ἑαλωκότες ἰσχυρὰν ἅλωσιν taken without power to escape, Plu.Num.15. II law-term, conviction, Pl.Lg.920a, D.C.Fr.97.3.
German (Pape)
[Seite 113] ἡ (ἁλίσκομαι), 1) das Einnehmen, die Eroberung, Pind. Ol. 11, 44; Tragg. (Soph. Phil. 61 μόνην τήνδ' Ἰλίου ἅλωσιν ἔχοντες, die Möglichkeit der Eroberung von Ilion); häufig in Prosa; Plut. verb. öfter ἅλωσιν ἁλίσκεσθαι, z. B. ἰσχυρὰν καὶ ἄφυκτον ἅλ. ἁλ., so gefangen sein, daß man nicht entfliehen kann, Num. 15, vgl. Caes. 55 Dem. 9. – 2) Verurtheilung vor Gericht, Plat. Legg. XI, 920 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλωσις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ, ἡ κυρίευσις, κατάκτησις, καταστροφή, Πινδ. Ο. 10 (11). 49, Ἡρόδ. 1. 5., 3. 156, Αἰσχύλ. Ἀγ. 589, κτλ.: δαΐων ἅλ. = ἡ κατάκτησις ὑπὸ τῶν πολεμίων, Αἰσχύλ. Θήβ. 119: τὰ μέσα πρὸς κατάκτησιν, Σοφ. Φ. 61. 2) ἄγρευσις πτηνῶν ἢ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3, 10., 8. 15, 9. ΙΙ. ὡς ὅρος δικανικός, ἡ καταδίκη, Πλάτ. Νόμ. 920Α: ἁλῶναι ἰσχυρὰν ἅλωσιν, τὸ νὰ καταληφθῇ τις χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκφύγῃ, Πλουτ. Νουμ. 15.