καταστάζω

From LSJ
Revision as of 10:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστάζω Medium diacritics: καταστάζω Low diacritics: καταστάζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: katastázō Transliteration B: katastazō Transliteration C: katastazo Beta Code: katasta/zw

English (LSJ)

   A shed, drip,    I of persons,    1 c. acc. rei, let fall in drops upon, shed over, κ. δάκρυ τινός E.Hec.760; ἀφρὸν κατέσταζ' εὐτρίχου γενειάδος Id.HF934; also of a garment, νώτου καταστάζοντα βύσσινον φάρος S.Fr.373.3: c. acc. only, let fall in drops (sc. αἷμα), A. Fr.327.    2 c. dat. rei, run down with a thing, νόσῳ κ. πόδα to have one's foot running with a sore, S.Ph.7.    II of the liquid,    1 intr., drip, trickle down, βωμοῦ from the altar, E.IT72; τάφου Id.Hel.985; δάκρυα κ. τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τὰ δὲ ἐπὶ τοὺς πόδας (v.l. for στάζω) X.Cyr.5.1.5; αἷμα κ. εἰς τὴν γῆν Luc.VH1.17; ὁ ἄκρατος κ. πρὸς ἡμᾶς Id.Luct.19.    2 trans., bedew, wet, ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας S.Ph.823, cf. E.Hec.241; ἀφρῷ Id.Supp.587.

German (Pape)

[Seite 1380] (s. στάζω), herabträufeln, herabtriefen; Aesch. frg. 340; νόσῳ καταστάζοντα διαβόρῳ πόδα Soph. Phil. 7; ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας 812, Schweiß trieft ihm vom ganzen Leibe herab; φάλαρα ἀφρῷ καταστάζοντα Eur. Suppl. 587; ἵν' αἵματος ῥοαὶ τάφου καταστάζωσι Hel. 991; einzeln in Prosa, δάκρυα καταστάζοντα τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τὰ δὲ καὶ ἐπὶ τοὺς πόδας Xen. Cyr. 6, 1, 2; – transit., herabträufeln lassen, δάκρυ Eur. Hec. 760, ἀφρὸν κατέσταζ' εὐτρίχου γενειάδος Herc. Fur. 634.

Greek (Liddell-Scott)

καταστάζω: μέλλ. -ξω. Ι. ἐπὶ προσώπων, 1) μετ. αἰτιατ. πράγμ., ἀφίνω νὰ πέσῃ ὑγρόν τι κατὰ σταγόνας ἢ στάγδην ἐπί τινος, διὸ θέλει καὶ γεν. δηλοῦσαν τὸ ἐφ’ οὗ καταρρέει ἢ καταπίπτει τι, κ. δάκρυά τινος Εὐρ. Ἑκ. 760· ἀφρὸν κατέσταζ’ εὐτρίχου γενειάδος ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 934· ὡσαύτως ἐπὶ ἐνδύματος, (πρβλ. χέω), νώτου καταστάζοντα βύσσινον φάρος Σοφ. Ἀποσπ. 342· μετ. αἰτιατ. μόνον, κάμνω νὰ στάζῃ τι ἢ πίπτῃ κατὰ σταγόνας, αἷμα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 340. 2) μετὰ δοτ. πράγμ., καταρρέω ἔκ τινος, ἐκβάλλω ὕλην ἕνεκά τινος, Φιλοκτήτην διαβόρω νόσῳ κ. πόδα, οὗτινος ὁ ποὺς ἔχει διαβρωτικὴν πληγὴν στάζουσαν πύον ἢ ὁ ποὺς πυορροεῖ νοσῶν, Σοφ. Φιλ. 7· πρβλ. στάζω Ι. 2· κ. ἀφρῷ, στάζω ἀφρούς, Εὐρ. Ἱκέτ. 587. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ στάζοντος ὑγροῦ, 1) ἀμεταβ., στάζω, πίπτω κάτω κατὰ σταγόνας, κ. τινος ἢ κατά τινος, ἐπί τι, εἴς τι, πρός τι, τι·- βωμός, Ἕλλην οὗ καταστάζει φόνος, καθ’ οὗ ἢ ἐφ’ οὗ χύνεται Ἑλληνικὸν αἷμα, Εὐρ. Ι.Τ. 72· αἵματος ῥοαὶ τάφου καταστάζουσιν, καθ’ οὗ ἢ εφ’ οὗ, ὁ αὐτ. Ἑλ. 985· δάκρυ κατ. τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τά δὲ ἐπὶ τοὺς πόδας Ξεν. Κύρ. 5. 1, 4· αἷμα κ. εἰς τὴν γῆν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 17· ὁ ἄκρατος κ. πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. π. Πένθ. 19. 2) μεταβ., στάζων, σταλάζων ὑγραίνω, βρέχω τι, ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας Σοφ. Φιλ. 823· φόνου σταλαγμοὶ σὴν κατέσταζον γένυν Εὐρ. Ἑκ. 241.