ἱκετεύω

From LSJ
Revision as of 11:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετεύω Medium diacritics: ἱκετεύω Low diacritics: ικετεύω Capitals: ΙΚΕΤΕΥΩ
Transliteration A: hiketeúō Transliteration B: hiketeuō Transliteration C: iketeyo Beta Code: i(keteu/w

English (LSJ)

fut.

   A -σω E.IA462 (cj. Markl.), Isoc.7.69: aor. 1 ἱκέτευσα: used by Hom. only in impf. and aor. with ῐ metri gr., but in Trag. ῑ from the augm.:—Med. and Pass. (v. infr.):—approach as a suppliant, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα Od.15.277, al.; ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε Il.16.574; ἐς Θήβας ἱ. Hes.Sc.13; ἱ. σε τῶνδε γουνάτων, πρὸς γονάτων σε, E.Hec.752, Med.854 (lyr.): abs., Hdt.3.48, Isoc.7.69, Phld.Piet. 63.    2 supplicate, beseech, c. acc. pers. et inf., ὁ δέ με μάλα πόλλ' ἱκέτευεν ἱππόθεν ἐξέμεναι Od.11.530, cf. Hdt.1.11, S.OC1414, E.Ion 468 (lyr.); δέομαι ὑμῶν καὶ ἱ. καὶ ἀντιβολῶ . . βοηθῆσαι D.27.68; δεόμενον καὶ ἱκετεύοντα σοφίας μεταδιδόναι Pl.Euthd.282b; ἱ. τὸν θεόν, ἵνα . . Aristeas 233; ἱκετεύεις ἵνα ἀφεθῇς Arr.Epict.3.24.76; ἱ. ὡς . . Luc.Anach.1: c. gen. pers. et inf., beg of one that... E.IA 1242: c. dat., interpol. in Is.2.8:—Pass., τοῦ θεοῦ ἱκετευθέντος ὑπὸ σοῦ J.AJ6.2.2.    3 c. acc. rei, ὑπὲρ οἴκου . . ἱ. τάδε E.Or.673; ὅσα πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν Th.2.47; περὶ ὧν ἔδοξεν ἔννομα ἱκετεύειν ἐν τῇ βουλῇ IG22.218.8, cf. 337.34:—Pass., τὰ -όμενα Aristeas 192.    4 in Trag., freq. parenthetic, ἱκετεύω or ἱκετεύω σε, S.Ph.932, 1183 (lyr.), E.Hec.97 (anap.), cf. Ar.Nu.696, al.:—Med., Id.Ec.915 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1247] ein ἱκέτης sein, flehentlich bitten, anflehen; ὁ δέ με μάλα πόλλ' ἱκέτετεν, c. inf., Od. 11, 529; bes. als Schutzflehender, Hülfesuchender zu Einem kommen, ihn schutzflehend angehen, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα, 15, 277 u. öfter; auch ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε, Il. 16, 574; öfter bei Soph. u. Eur. absolut eingeschoben; c. acc., ἱκετεύω σε πεισθῆναί τί μοι Soph. O. C. 1418; πρὸς γονάτων σὲ πάντες πάντως ἱκετεύομεν Eur. Med. 854; ἱκετεύομεν μὴ κτείνειν I. A. 1015; μὴ τλῇς φίλους κτανεῖν Cycl. 286 (vgl. Her. 1, 11 u. Xen. Cyr. 4, 6, 9); l. d. ist I. A. 1242 ἱκέτευσον πατρός, τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ θανεῖν. – Prosa, absolut, Her. 3, 48, oft mit δέομαι vrbdn, Plat., z. B. Phaed. 114 a, wie Dem. δέομαι καὶ ἱκετεύω καὶ ἀντιβολῶ 27, 68; τινά, Her. 6, 68; c. inf., 1, 11; ἐδεήθη καὶ ἱκέτευσε τοὺς δικαστάς Plat. Apol. 34 c. Auffallend ist οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Is. 2, 8. – Das med. braucht Ar. Eccl. 915; auch v. l. Her. 3, 48.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετεύω: μέλλ. -σω (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.) ἐν Εὐρ. Ι. Α. 462, Ἰσοκρ. 154Α: ἀόρ. ἱκέτευσα: ― ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμήρῳ μόνον κατὰ παρατ. καὶ ἀόρ. μετὰχάριν τοῦ μέτρου, ἀλλὰ παρὰ Τραγ. μετὰἕνεκα τῆς αὐξήσεως: ― Μεσ. καὶ Παθ. ἴδε κατωτ. πλησιάζω τινὰ ὡς ἱκέτης (ἴδε τὴν λέξ.), ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα Ὀδ. Ο. 277, πρβλ. Η. 292, 301., Ρ. 573· ἐς Πηλῆ ἱκέτευσε Ἰλ. Π. 574, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13· ἱκ. τινὰ γονάτων ἢ πρὸς γονάτων Εὐρ. Ἑκ. 752, Μήδ. 854· ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 48., 5. 51. ― Παθ., ἀόρ. ἱκετευθεὶς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 2, 2. 2) δέομαι, παρακαλῶ, μετ᾿ αἰτ. προσώπου καὶ ἀπαρ., ὁ δέ με μάλα πόλλ᾿ ἱκέτευεν ἱππόθεν ἐξέμεναι Ὀδ. Λ. 531, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 11, Σοφ. Ο. Κ. 1414, Εὐρ. Ἴωνα 468· ἱκ. ὡς.., Λουκ. Ἀνάχ. 1· - ὡσαύτως μετὰ γεν. προσώπ. καὶ ἀπαρ., παρακαλῶ τινα νά..., ἱκέτευσον πατρός τὴν σὴν ἀδελφὴν μὴ θανεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1242· μετὰ δοτ., οὐδεὶς γὰρ μισῶν τινα ἱκετεύει αὐτῷ Ἰσαῖος π. τοῦ Μενεκλέους κλήρου § 8. 3) μετ, αἰτ. πράγμ., ὑπὲρ οἴκου… ἱκ. τάδε Εὐρ. Ὀρ. 673· ὅσα πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν Θουκ. 2. 47. 4) παρὰ Τραγ. συχν. παρενθετικῶς, ἱκετεύωἱκετεύω σε, ὡς τὸ λίσσομαι, Σοφ. Φιλ. 932, 1181, Εὐρ. Ἑκ. 99· οὕτως, Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 696, κ. ἀλλ., καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. ἐν Ἐκκλ. 915· καὶ συχνάκις συνδεόμενον μετ, ἄλλων ῥημάτων ὁμοίας σημασίας, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Εὐθύδ. 282Β, κτλ.