δριμύς

From LSJ
Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρῑμύς Medium diacritics: δριμύς Low diacritics: δριμύς Capitals: ΔΡΙΜΥΣ
Transliteration A: drimýs Transliteration B: drimys Transliteration C: drimys Beta Code: drimu/s

English (LSJ)

εῖα, ύ,

   A piercing, sharp, keen, βέλος Il.11.270: metaph., δριμεῖα μάχη 15.696, Hes.Sc.261; δ. χόλος Il.18.322; μένος Od.24.319; ἄχος Hes.Sc.457; θυμός A.Ch.391 (lyr.).    II of things which affect the eyes or taste, keen, pungent, acrid, of smoke, δριμύτατος καπνῶν Ar.V.146; of radish, etc., opp. γλυκύς, X.Mem.1.4.5, cf. Pl.Com.154 (Sup.); χυμός Arist.de An.422b13; ὀσμαί ib.421a30; δριμέσιν ἰητρεύειν with pungent drugs, Hp.Fract.27; δ. οἶνος Luc.Merc.Cond.18. Adv. -έως: Comp. δριμύτερον, ὄζειν Arist.Pr.907a13; ῥεύματος δριμύτερον γενομένου Hp.VM18.    III metaph., of persons, bitter, fierce, ἀλάστωρ A.Ag.1501 (lyr.); ἄγροικος Ar.Eq.808, etc.; also, keen, shrewd, κρόταλον E.Cyc.104; ἔντονοι καὶ δ. Pl.Tht.173a; δ. καὶ δικανικός ib. 175d; δ. ἐν τῷ ἀποκρίνεσθαι Arist. Top.156b37; λόγος δριμύτατος Id.SE182b37 (but λέξις and λόγος δ. of striking turns of phrase, Hermog.Id.1.2, 2.5): neut. as Adv., δριμὺ βλέπειν look bitter, Ar.Ra. 562; but also to look sharply, keenly, Pl.R.519a, Luc.Symp.16; ἐνορᾶν Id.Cat.3, Ael.VH14.22, D.C.59.26:—regul. Adv. δριμέως, Anaxandr.15.3; ἐρασθῆναι Ael.NA7.15; δριμύτατα ἀλγεῖν Id.VH 12.1.

German (Pape)

[Seite 667] εῖα, ύ, scharf, durchdringend, stechend, von der Wirkung aufs Gefühl; vgl. Plat. Tim. 66 a. Homer viermal: Iliad 15, 696 δριμεῖα μάγη; 18, 322 δριμὺς χόλος; 11, 270 ὡς δ' ὅτ' ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι εἰλείθυιαι, Ἥρης θυγατέρες πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι; Odyss. 24, 319 ἀ νὰ ῥῖνας δέ οἱ ἤδη δριμὺ μένος προύτυψε. – Folgende : ἀλγηδών Polem. 1, 25; καπνός Ar. Vesp. 146, der in die Augen beißt; vom Geschmacke, χυμός Arist. anim. 2, 10; οἶνος Luc. tuere. cond. 18; vom Geruche, Ar. Plut. 693; Arist. anim. 2, 9; Xen. Mem. 1, 4, 5 setzt bei der Empfindung des Geschmacks τὰ γλυκέα den δριμέα gegenüber, u. so öfter vom Geschmacke, = bitter, herb, Theophr. Auch vom stechenden Blicke, δριμὺ βλέπειν Ar. Ran. 562 Philp. 50 (IX, 777), finster, zornig aussehen; ἀποβλέπειν, ἐνορᾶν, Luc. Pseud. 32; Ael. V. H. 14, 22; δριμὺ βλέμμα Hdn 4, 5, 17. – Häufig übertr. scharf, heftig; μάχη Hes. Sc. 261; ἄχος Hes. Sc. 457; vgl. Aesch. Ch. 386; Ag. 1482 ἀλάστωρ, streng, unerbittlich, δριμύτατος, der heftigste, Ar. Vesp. 277 u. öfter; γολή Theocr. 1, 18; δριμὺ καὶ ὑβριστότατον θηρίων Plat. Legg. VII, 808 d; ἔρως, Plat. epigr. 6 bei D. L. 3. 31, in der Anth. (VII, 217) steht γλυκύς, s. Iac zur St.; ἔρως εἰρήνης Plut. Num. 16; begierig, Ael. H. A. 10, 14. – Vom Geiste, durchdringend, scharfsinnig, verschmitzt, acutus; Σισύφου γένος Eur. Cycl. 104; καὶ ἔντονοι Plat. Theaet. 173 a; καὶ δικαινικός 175 d; vgl. Ar. Av. 255; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δρῑμύς: -εῖα, ύ, διαπεραστικός, ὀξύς, Λατ. acer, δριμὺ βέλος Ἰλ. Λ. 270· καὶ μεταφ., δριμεῖα μάχη Ο. 696, Ἡσ. Ἀσπ. 261· δριμὺς χόλος Ἰλ. Σ. 322· δριμὺ μένος Ὀδ. Ω. 319· ἄχος Ἡσ. Ἀσπ. 457· οὕτω, δρ. θυμὸς Αἰσχύλ. Χο. 392. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., ἐπὶ πραγμάτων, ἅτινα ἐνοχλοῦσιν ἰδίως τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὴν γεῦσιν, καυστικός, ὀξύς, ἐρεθιστικός, ἐπὶ καπνοῦ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 146· καυστικός, δυνατός, ἀντίθ. γλυκύς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 5, πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Κανθ. 5, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 10, 6· ἐπὶ ὀσμῆς, Ἀριστοφ. Πλ. 694, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2. 9, 5· δριμέσιν ἰητρεύειν, μὲ αὐστηρά, δυνατὰ φάρμακα, Ἱππ. Ἀγμ. 769· ― ἐπίρρ. -έως Ἀναξανδρ. Ἡρακλ. 1· δριμύτερον ὄζειν Ἀριστ. Προβλ. 12. 7. ΙΙΙ. μεταφ. καὶ ἐπὶ προσώπων, θερμός, αὐστηρός, πικρός, ἄγριος, ἀλάστωρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1501· ἄγροικος Ἀριστοφ. Ἱππ. 808, κτλ.· ὡσαύτως, ἀγχίνους, πανοῦργος, Λατ. acutus, Εὐρ. Κύκλ. 104· ἔντονοι καὶ δρ. Πλάτ. Θεαιτ. 173Α· δρ. καὶ δικανικὸς αὐτόθι 175D· δρ. ἐν τῷ ἀποκρίνεσθαι Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 17· λόγος δριμύτατος ὁ αὐτ. Σοφ. Ἐλέγχ. 33, 5· δριμὺ βλέπειν, βλέπειν μετὰ πικρίας ἢ αὐστηρότητος, Ἀριστοφ. Βατρ. 562· ἀλλ’ ὡσαύτως, βλέπω ὀξέως, ὀξυδερκῶς, Πλάτ. Πολ. 519Β.