μονόχορδος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ον, (χορδή)
A with or of but one string, κανών Ptol.Harm.1.8 tit.: μονόχορδον, τό, monochord, Poll.4.60, Nicom.Harm.4, Iamb.VP26.119.
German (Pape)
[Seite 206] einsaitig, bes. ὄργανον, auch ὁ μονόχορδος, ein mit e in er Saite bezogenes Instrument, welches von den theoretischen Musikern zur Bestimmung der Intervalle benutzt wurde, Music.
Greek (Liddell-Scott)
μονόχορδος: -ον, (χορδὴ) ὁ ἔχων μίαν μόνην χορδήν· - μονόχορδον, τό, Πολυδ. Δ΄, 60· καλούμενον ὑπὸ τῶν Πυθαγορείων κανὼν (μουσικός), ἦτο δὲ χορδή τις, πρὸς ἣν ἐνέτεινον τὰ ὄργανα, καὶ δι’ ἧς ἐμέτρουν τὴν κλίμακα φυσικῶς καὶ ἀριθμητικῶς· ἡ ἐργασία αὕτη ἐκαλεῖτο μονοχορδίζειν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλιαν. π. Μουσικ. σ. 116, Νικομ. σ. 8· ἴδε Chappell Ἱστορ. τῆς Μουσ. σελ. 73 κἑξ.