ἀγνοέω
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
Ep. ἀγνοι-, 3sg. subj.
A ἀγνοιῇσι Od.24.218: impf. ἠγνόουν Isoc.7.21, etc.: fut. ἀγνοήσω B.Fr.12, Isoc.12.251, D.32.10, 54.31: aor. ἠγνόησα A.Eu.134, Th.2.49, etc.; Ep. ἠγνοίησα Il.2.807, Hes.Th.551, Ep. contr. 3sg. ἀγνώσασκε Od.23.95: pf. ἠγνόηκα Pl. Sph.221d, Alex.20.4:—Pass., fut. (of med. form) ἀγνοήσομαι D. 18.249; ἀγνοηθήσομαι v.l. in Luc.JTr.5: aor. ἠγνοήθην, v. infr.: pf. ἠγνόημαι Isoc.15.171, Pl.Lg.797a. (This Verb implies a form ἄγνοος, = ἀγνώς 11):—not to perceive or recognize; Hom., almost always in aor., ἄνδρ' ἀγνοιήσασ' ὑλάει Od.20.15, cf. Th. l.c., Pl.Phdr. 228a; mostly with neg., οὐκ ἠγνοίησεν he perceived or knew well, Il. 2.807, etc.; μηδὲν ἀγνόει E.Andr.899.—Mostly c. acc., to be ignorant of, Hdt.4.156, S.Tr.78; πάντα Pl.Smp.216d; ἑαυτοὺς ἀ. forget their former selves, D.10.74; τὴν πόλιν ἀ. not to discern the temper of the city, Id.19.231; τὸν ξένον Philostr. VA2.26; fail to understand, τὸ ῥῆμα Ev.Marc.9.32; περί τινος Pl.Phdr.277d: c. gen. pers. and rel. clause, ἀγνοοῦντες ἀλλήλων ὅ τι λέγομεν Id.Grg.517c: dependent clauses in part., τίς . . ἀ. τὸν ἐκεῖθεν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα; D.1.15: with Conj., οὐδεὶς ἀ. ὅτι . . Id.21.156, etc.; ἀγνοῶν εἰ . . X.An.6.5.12:—Pass., not to be known, recognized, Pl.Euthphr.4a, Hp.Ma. 294d, etc.; ἀγνοούμενα ὅπῃ . . ἀγαθά ἐστι Id.R.506a; ἠγνοῆσθαι ξύμπασιν ὅτι . . Id.Lg.797a; ὑπελάμβανον ἀγνοήσεσθαι D.18.249; καιρὸν οὐ παρεθέντα οὐδ' ἀγνοηθέντα ib.303, cf. Isoc.15.171; τὰ ἠγνοημένα unknown parts, Arr.An.7.1.4. II abs., go wrong, make a false step, first in Hp.Art.46, Antipho 5.44 (dub.l.), lsoc.8.39; part. ἀγνοῶν ignorantly, by mistake, X.An.7.3.38, Arist.EN1110b27; ἀγνοήσαντες And.4.5: in moral sense, to be ignorant of what is right, act amiss, Plb.5.11.5, cf. Ep.Heb.5.2:—Med., fail to recognize, Gal.14.630.
German (Pape)
[Seite 17] (γνο, s. auch ἀγνοιέω u. ἀγνώσασκε), 1) nicht kennen, nicht wissen, theils absol., Aesch. Eum. 129; gew. mit dem acc. der Person oder Sache, z. B. Soph. λόγον Trach. 78; Her. u. att. Prosa oft (Ggstz γιγνώσκω, Plat. Gorg. 472 c); περί τινος Plat. Phaedr. 277 d; ἀγνοοῦντες ἀλλήλων ὅ, τι λέγομεν Gorg. 517 c; mit dem partic., ἀγνοεῖτὸν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα Dem. 1, 15; mit εἰ, Xen. An. 6, 3, 12. Auch oft pass. ἀγνοοῦμαι, man weiß von mir nicht, τὸ τῶν παίδων γένος ἠγνοῆσθαι ὅτι κυριώτατόν ἐστιν Plat. Legg. VII, 797 a. (Die Bemerk. Thom. Mag. 7, nur ἀγνοήσομαι sei attisch, findet sich in den Ausg. nicht bestätigt; ἠγνοηκότες Alex. Ath. XIII, 562 d). – 2) fehlen, irren aus Unkenntniß und Unvorsichtigkeit, Aesch. 3, 84; Isocr. 7, 59; Dem. pass. διορθοῦσθαι τὰ ἀγνοούμενα ep. 1; Sp. oft τὰ ἠγνοημένα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγνοέω: Ἐπ. ἀγνοιέω, γ΄ εν. υποτ. ἀγνοιῇσι Ὀδ. Ω. 218· παρατ. ἠγνόουν, Ἰσοκρ., κλτ.· μέλλ. ἀγνοήσω, Βακχυλ. 31, Ἰσοκρ. 285C, Δημ. 885, 2., 1266. 19: ἀόρ. ἠγνόησα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 134, Θουκ. κτλ., Ἐπ. ἠγνοίησα, Ἰλ. Β. 807, Ἡσ. Θ, ὡσαύτως Ἐπ. συνῃρ. γ΄ ἑν. ἀγνώσασκε, Ὀδ, Ψ. 95· παρακ. ἠγνόηκα, Πλατ. Σοφ. 221D, Ἄλεξ. ἐν «Ἀποκοπτομένῳ.» 1. - Παθ., μέλλ. (τοῦ μέσου τύπου) ἀγνοήσομαι, ἴδε κατωτέρ. ἀγνοηθήσομαι, ἑτέρα γραφή ἐν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 5· ἀόρ. ἠγνοήθην, ἴδε κατωτέρω· πρκμ. ἠγνόημαι, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 182, Πλάτ. (Τὸ ῥῆμα τοῦτο προϋποτίθησι τύπον ἄγνοος = ἀγνώς, ΙΙ· διότι δὲν δύναται νὰ σχηματισθῇ διὰ συνθέσεως τοῦ α στερητ. καὶ νοέω, πρβλ. στοιχ. α- Ι, ἐν τελ. Περὶ τῆς ῥίζης ὅρα ἐν λ. γιγνώσκω·) δὲν γνωρίζω, Λατ. ignorare. Ὁ Ὅμηρ. σχεδὸν ἀείποτε ἔχει τὸ ῥῆμα ἐν τῷ Ἐπ. ἀορ., ἄνδρ ̓ ἀγνοιήσας ὑλάει, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώρισεν αὐτόν, Ὀδ. Υ. 15· πρβλ. Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α· ἀλλὰ κατ ̓ ἐξοχὴν μετ ̓ ἀρνήσ., οὐκ ἠγνοίησεν, ἐνόησεν ἤ ἐγνώρισε καλῶς· (ἴδε ἀνωτέρ.)· μηδὲν ἀγνόει, δηλ. μάνθανε τὰ πάντα, Εὐρ. Ἀνδρ. 899. - Συντάσσ. κατὰ τὸ πλεῖστον μετ ̓ αἰτ., εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ τινός, Ἡρόδ. 4, 156. Σοφ. Τρ. 78, Πλάτ. ἑαυτοὺς ἀγν., λησμονούσιν ἑαυτούς, δηλ. τὴν προτέραν ἑαυτῶν κατάστασιν, Δημ. 151. 7· τὴν πόλιν ἀγν., τὸ νὰ μὴ κατανοῇ τις τὴν κοινὴν γνώμην τῆς πόλεως, ὁ αὐτ. 413. 11, κλτ.· ὡσαύτως περί τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 277D. Ὡσαύτως μετὰ γεν. προσώπ., ἀγνοοῦντες ἀλλήλων ὅτι λέγομεν, Πλάτ. Γορ. 517C: - ἐξαρτώμεναι προτάσεις συνάπτονται κατὰ μετοχήν, οἷον τίς ... ἀγνοεῖ τὸν ἐκεῖθεν πόλεμον δεῦρο ἥξοντα, Δημ. 13. 17· ἢ διὰ συνδέσμων, οὐδεὶς ἀγνοεῖ ὅτι ... ὁ αὐτ. 565, 8. κτλ., ἀγνοῶν εἰ ..., Ξεν. Ἀν. 6. 5. 12. - Παθ. εἶμαι ἄγνωστος, Πλάτ. Εὐθύφρ. 4Α, Ἱππ. Μείζ. 294D, κτλ.· ἀγνοούμενα ὅπη ... ἀγαθά ἐστι. ὁ αὐτ. Πολ. 506Α· ἠγνοῆσθαι ξύμπασιν ὅτι ..., ὁ αὐτ. Νόμ. 797Α· ὑπελάμβανον ἀγνοήσεσθαι, ἤλπιζον ἢ ἐνόμιζον ὅτι θὰ διέφευγον τὴν προσοχὴν τῶν ἄλλων, Δημ. 310 7· καιρὸν οὐ παρεθέντα οὐδ ̓ἀγνοηθέντα, ὁ αὐτ. 326,25, πρβλ. Ἰσοκρ. Ἀντίδ. ἔνθ ̓ ἀνωτέρ., τὰ ἠγνοημένα, ἄγνωστα μέρη, Ἀρρ. Ἀν. 7. 1. 4. ΙΙ. ἀπολ., πλανῶμαι, σφάλλομαι ἐξ ἀγνοίας, πρῶτον παρ ̓ Ἀντιφῶντι 134. 30, Ἰσοκρ. 176C· μετοχ. ἀγνοῶν = κατὰ λάθος, Ἀνδοκ. 29, 28, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 3, 38. Ἀριστ.· ἐπὶ ἠθικῆς σημασ., διατελῶ ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ δικαίου ἢ ὀρθοῦ, ἐνεργῶ κακῶς, Πολύβ. 5. 11. 5· πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ε΄ 2.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
impf. ἠγνόουν, f. ἀγνοήσω, ao. ἠγνόησα;
Pass. ao. ἠγνοήθην, pf. ἠγνόημαι;
1 ne pas connaître, ignorer ; οὐκ ἀγνοῶ ATT je n’ignore pas, je sais fort bien ; Pass. ἀγνοοῦμαι ATT on ne sait pas que je…;
2 ne pas reconnaître, acc.;
3 se tromper, être dans l’erreur ; au sens mor. être en faute sans le savoir, faire le mal par ignorance, SEPT pécher par ignorance.
Étymologie: ἀ, γιγνώσκω.