ἐνδύω
English (LSJ)
or ἐνδύνω (ἐνδυνέω v.l. in Hdt.3.98), with Med.ἐνδύομαι, fut. -δύσομαι: aor. 1 -εδυσάμην; Ep. aor. or impf. -εδυσόμην: aor. 2 Act. -έδυν: pf. -δέδῡκα: I c. acc. rei vel loci, go into, 1 of clothes, put on, ἔνδυνε χιτῶνα Il.2.42; ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα 10.21; χιτῶν' ἐνδῦσα 5.736; τιὡς θώρηκα ἐνδύνουσι Hdt.3.98; ἐνδύντες τὰ ὅπλα Id.1.172; τὴν σκευήν ib.24; πέπλον ἐνδύς S.Tr.759, etc.: pf. ἐνδέδῡκα, wear, κιθῶνας λινέους Hdt.2.81, cf. 7.64, 9.22; λεοντῆν ἐνδέδυκα Pl. Cra.411a:—Med., ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσετο χαλκόν Il.2.578, 11.16; ἐνδύεσθαι ὅπλα v.l. in Hdt.7.218; σκευάς Th.1.130; ἐνδύσεται στολήν E.Ba. 853: metaph., ἐνδυόμενοι τόλμημα Ar.Ec.288; also τὸν Ταρκύνιον ἐνδύεσθαι assume the person of T., D.H. 11.5; τὸν καινὸν ἄνθρωπον Ep.Eph. 4.24:—Pass., to be clothed in, have on, ἐσθῆτα ἐνδεδύσθαι Hp.Insomn. 91, cf. Men.432. 2 enter, press into, c. acc., ἐν δέ οἱ ἦτορ δῦν' ἄχος ἄτλητον Il.19.367; ἀκοντιστὺν ἐνδύσεαι thou wilt enter the contest (Aristarch. ἐσδύσεαι), 23.622; τὴν τοῦ Θερσίτου [ψυχὴν] πίθηκον ἐνδυομένην Pl.R.620c; εὔνοια ἐνδύεταί τινα Id.Lg.642b; ἔρως δεινὸς ἐνδέδυκέ τινος Id.Tht.169c; also ἐ. εἰς . . Ar.V.1020, Arist.HA609b21; εἰς τὴν ἐπιμέλειαν ἐνδῦναι enter upon it, undertake it, X.Cyr.8.1.12: abs., enter, Pl.Phd.89d: c. dat., ἐ. ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων insinuate oneself into their minds, X.Cyr.2.1.13; τοῖς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι Plu.2.55e, etc.; ἐνὶ χροῒ δύετο ῥινὸς ἐντυπάς Epic.inArch.Pap.7.3: pf.Pass., φυσικαῖς ἐνδεδυμένος αἰτίαις dub.in Plu.2.435f (leg. -δεδεμένος): abs., creep in, v.l. for ἐσ-, Hdt.2.121.β'; ἐ. διά τινος slip through, Plu.2.38a, etc. 3 sink in, hence τρίβος ἐνδεδυκώς sunken path, Id.Arat.22; ῥίς sunken nose, Id.Publ.16. II causal in pres. ἐνδύω, fut. -δύσω: aor. 1 -έδυσα:—put on another, clothe in, c. dupl. acc., τὴν ἐξωμίδ' ἐνδύσω σε Ar.Lys.1021; ὃς ἐμὲ κροκόεντ' ἐνέδυσεν Id.Th.1044, cf. X.Cyr.1.3.3. 2 clothe, ἐνδύουσι τὤγαλμα Hdt.2.42; ἐὰν . . πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς Philem.176; σύ με ἐνδέδυκας [prob. ῠ] PGiss.77.8 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 836] (s. δύω), 1) hineinbringen, anziehen, ankleiden, τινά, Batr.; ἐὰν πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς Philem. inc. 83; τὴν ἐξωμίδ' ἐνδύσω σε Ar. Lys. 1021; Thesm. 1044; στολὴν καλὴν ἐνέδυσεν (αὐτόν), bekleidete ihn mit einem schönen Gewande, Xen. Cyr. 1, 3, 3; ἐνέδυε τὰ ὅπλα 6, 4, 2; N. T.; ἐνδύσας εἰς δέρμα, einschließend, Diosc. Häufiger – 2) med. auch ἐνδύνω) mit aor. II. u. perf. act. – a) sich anziehen, anlegen; μαλακὸν δ' ἔνδυνε χιτῶνα Il. 2, 42; ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα 10, 21; χιτῶν' ἐνδῦσα 5, 736; öfter in tmesi; πέπλον ἐνδύς Soph. Tr. 756; ἐνδύσεται στολήν Eur. Bacch. 853; τὸν κροκωτὸν ἐνδύου Ar. Th. 253; ἐνδυόμενος ὅπλα Her. 7, 218, wie ἐνδύντες 1, 172; τὴν λεοντῆν ἐνδέδυκα Plat. Crat. 411 a; auch pass., οὐχ ὁρᾶτε τὴν τροφὸν ζῶμ' ἐνδεδυμένην Men. bei Poll. 7, 51. – Uebertr., τόλμημα τηλικοῦτον ἐνδύεσθαι, unternehmen, Ar. Eccl. 288; τὸν Ταρκύνιον ἐνδύεσθαι, den T. anlegen, d. i. sich wie T. benehmen, D. Hal. 11, 5. – b) hineingehen, hineindringen; Her. 2, 121; εἴς τι, Ar. Vesp. 1010, wie Plat. Tim. 62 b; ὁ φθόγγος ἐνδύεται εἰς τὰ ὦτα Menex. 235 c; übertr., λόγοι ἐνδύονται ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων, dringen ein, Xen. Cyr. 2, 1, 13; ἔρως δεινὸς ἐνδέδυκε Plat. Theaet. 169 b, wie εὔνοια ἐνδύεται ἕκαστον ἡμῶν Legg. I, 642 b; εἰς τὴν ἐπιμέλειαν, sich einer Sorge unterziehen, Xen. Cyr. 8, 1, 12; τοῖς πράγμασι, rerum potiri, Plut. Art. 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδύω: ἴδε κατωτ. ΙΙ., ἐνδύνω, μετὰ μέσ. ἐνδύομαι: μέλλ. -δύσομαι: ἀόρ. α΄ ἐνεδυσάμην, μετὰ ἀορ. β΄ ἐνεργ. φων. ἐνέδυν: Ι. μετ’ αἰτ. πράγματος ἢ τόπου, εἰσέρχομαι εἴς τι, 1) ἐπὶ ἐνδυμάτων, φορῶ, Λατ. induere sibi, μαλακὸν δ’ ἔνδυνε χιτῶνα Ἰλ. Β. 42· ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα... Κ. 21· ἡ δὲ χιτῶν’ ἐνδῦσα Ε. 736· θώρηκα ἐνδύνουσι Ἡρόδ. 3. 98· ἐνδύντες τὰ ὅπλα ὁ αὐτ. 1. 172, πρβλ. 42· πέπλον ἐνδὺς Σοφ. Τραχ. 759, κτλ.· λεοντῆν ἐνδέδυκα Πλάτ. Κρατύλ. 411Α· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, induere sibi, ἐν δ’ αὐτὸς ἐδύσατο χαλκὸν Ἰλ. Β. 578, Λ. 16· ἐνδύεσθαι ὅπλα Ἡρόδ. 7. 218· ἐνδύσεται στολὴν Εὐρ. Βάκχ. 853· ἐν τῷ πρκμ. ἐνδέδυκα, εἶμαι ἐνδεδυμένος, φορῶ, κιθῶνας λινέους Ἡρόδ. 2. 81, πρβλ. 7. 64., 9. 22· μεταφ., ἐνδύεσθαι τόλμημα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 288· ὡσαύτως, τὸν Ταρκύνιον ἐνδύεσθαι, ἀναλαμβάνω τὸ πρόσωπον τοῦ Ταρκυνίου, φέρομαι ὡς ὁ Ταρκ., Διον. Ἁλ. 11. 5· ἐνδ. τὸν καινὸν ἄνθρωπον, ἀναλαμβάνειν νέον τρόπον βίου, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. δ΄, 24: - Παθ., ἐνδύομαι, ἐσθῆτα ἐνδεδύσθαι Ἱππ. 379. 36· πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 9. 2) εἰσέρχομαι, εἰσχωρῶ, εἰδύω εἴς τι, μετ’ αἰτ., ἐν δέ οἱ ἦτορ δῦν’ ἄχος ἄτλητον Ἰλ. Τ. 367· ἀκοντιστὺν ἐνδύσεαι, «οὐδ’ εἰς ἀκοντίου ἀγῶνα κατελεύσῃ» (Σχόλ.) (ἔνθα ὁ Ἀρίσταρχ. ἀναγινώσκει ἐσδύσεαι, καὶ τὴν ἀνάγνωσιν ταύτην παρεδέχθησαν οἱ νεώτεροι ἐκδόται), Ψ. 622· οὕτω, τὴν τοῦ Θερσίτου ψυχὴν πίθηκον ἐνδυομένην Πλάτ. Πολ. 620C· εὔνοια ἐνδύεταί τινι ὁ αὐτὸς Νόμ. 642Β, πρβλ. Θεαίτ. 160Β: - ὡσαύτως, ἐνδ. εἰς... Ἀριστοφ. Σφ. 1020, Θουκ. 3. 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.1, 23· ἐνέδυ... οὖν εἰς ταύτην τὴν ἐπιμέλειαν, ἀνέλαβε λοιπὸν ταύτην τὴν ἐπιμ., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 12: - ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἐνδύονται (οἱ λόγοι) ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων, παρεισδύονται, ἐπενεργοῦσιν εἰς τὴν ψυχὴν αὐτῶν, αὐτόθι 2. 1, 13· τοῖς ταύροις τὸν οἶστρον ἐνδύεσθαι Πλούτ. 2. 55Ε, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., φυσικαῖς ἐνδεδυμένος αἰτίαις ὁ αὐτ. 435F: - ἀπολ., εἰσδύω, εἰσέρχομαι, Ἡρόδ. 2. 121, 2, Πλούτ. 2. 38Α, κτλ. ΙΙ. μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεστ. ἐνδύω, τῷ μέλλ. ἐνδύσω καὶ τῷ ἀορ. α΄ ἐνέδυσα: - Λατ. induere alicui, μ. διπλ. αἰτ., ἐνδύω τινά τι, τὴν ἐξωμίδ’ ἐνδύσω σε Ἀριστοφ. Λυσ. 1021· ὃς ἐμὲ κροκόεν τ’ ἐνέδυσεν ὁ αὐτὸς Θεσμ. 1044, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3, 3· μετὰ μιᾶς αἰτ., κατὰ τωὐτὸ ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῦ Διὸς Ἡρόδ. 2. 42· ἐάν... πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 83. Πρβλ. καταδύω ΙΙ. - ἐνδιδύσκω· εἶναι μεταγεν. Τύπος ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.
French (Bailly abrégé)
I. tr. (prés., impf., f. ἐνδύσω et ao. ἐνέδυσα) faire entrer dans ; vêtir, habiller : τινά τι qqn de qch;
II. intr. (ao.2 ἐνέδυν, pf. ἐνδέδυκα, et Moy.);
1 entrer dans, pénétrer dans : τοῖς ταύροις PLUT s’enfoncer dans le flanc des taureaux en parl. de l’aiguillon ; abs. entrer : τινί dans l’âme de qqn en parl. d’un sentiment, d’un désir, etc. ; avec un suj. de pers. ἐνδύειν εἰς τὴν ἐπιμέλειαν XÉN se charger du soin de qch (litt. entrer dans, etc.);
2 se vêtir, se revêtir de, acc..
Étymologie: ἐν, δύω.