σχολή

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολή Medium diacritics: σχολή Low diacritics: σχολή Capitals: ΣΧΟΛΗ
Transliteration A: scholḗ Transliteration B: scholē Transliteration C: scholi Beta Code: sxolh/

English (LSJ)

ἡ,

   A leisure, rest, ease, Pi.N.10.46, Hdt.3.134, etc.; opp. ἀσχολία, Arist.Pol.1334a15, etc.; σχολὴν ἄγειν to be at leisure, enjoy ease, keep quiet, Hdt. l.c., E.Med.1238, Th.5.29; ἐπί τινι for a thing, Pl.Ap.36d; περί τι Antip.Stoic.3.256; πρός τι Pl.Phdr.229e, Arr.Epict.1.27.15; τινι Luc.Cal.15; σ. ἀγαγεῖν ἐπί τινα to give up one's time to him, Id.DDeor.12.2, etc.; σ. ἔχειν to have leisure, E.Andr. 732, Pl.Lg.813c, etc.; ἀμφὶ ἑαυτόν for one's own business, X.Cyr.7.5.42; σ. ποιεῖσθαι to find leisure, πρός τι Id.Mem.2.6.4: c. inf., Pl. Ion530d; μὴ σχολὴν τίθει, i.e. make haste, A.Ag.1059; ἡνίκ' ἂν σχολὴν λάβω E.IT1432; σχολή [ἐστί] μοι I have time, οὐ σχολὴ αὐτῷ Pl.Prt.314d; οὐκ οὔσης σ. Ar.Pl.281; also παρούσης πολλῆς σ. . . πρός τι Pl.Plt.272b: prov., οὐ σ. δούλοις Arist.Pol.1334a21: c. inf., οὔτοι . . τῇδ' ἐμοὶ σ. πάρα τρίβειν A.Ag.1055, etc.; εἴ τῳ καὶ λογίζεσθαι σ. S. Aj.816; εἴ σοι σ. προϊόντι ἀκούειν Pl.Phdr.227b; καταβαίνειν οὐ σ. Ar. Ach.409,al.; σ. πλείων ἢ θέλω πάρεστί μοι A.Pr.818; σχολὴ ἐδόκει γίγνεσθαι he thought he had plenty of time, Th.5.10; σ. διδόναι, παρέχειν τινί, X.Cyr.4.2.22, Hier.10.5; σ. καταναλίσκειν εἴς τι Isoc.1.18; τὴν τοῦ πράττοντος σ. περιμένειν to wait his leisure, Pl.R.370b; σχολῆς τόδ' ἔργον a work for leisure, i.e. requiring attention, E. Andr.552: freq. with Preps., ἐπὶ σχολῆς at leisure, Pl.Tht.172d; κατὰ σχολήν Ar.Ec.48, Pl.Phdr.228a; μετὰ σχολῆς Id.Criti.110a; ὑπὸ σχολῆς Plu.2.667d; v.infr. B.    2 c. gen., leisure, rest from a thing, ἔν τινι σχολῇ κακοῦ S.OT1286; ὡς ἂν σχολὴν λύσωμεν . . πόνων E.HF 725; σ. ἐστί τινι τῶν πράξεων Pl.Lg.961b, cf. R.370c; also σ. γίγνεταί τινι ἀπό τινος Id.Phd.66d; σ. ἄγειν ἀπό τινος to keep clear of... X.Cyr.8.3.47; ἡ τῶν ἀναγκαίων σ. Arist.Pol.1269a35.    3 idleness, τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σ. S.Fr.308; σ. τερπνὸν κακόν E.Hipp. 384.    II that in which leisure is employed, οὐ κάμνω σχολῇ I am not weary of talk, Id.Ion 276; esp. learned discussion, disputation, lecture, Pl.Lg.820c (pl.), Arist.Pol.1323b39; παρεκαθίζανον . . σχολαῖς φιλομαθεῖν προαιρούμενοι IG22.1011.22; ταῦτ' οὐ σχολὴ Πλάτωνος; Alex.158; σχολὰς ἀναγράψαι Phld.Acad.Ind.p.74 M., cf. Plu.2.37c, etc.; σ. περὶ πολιτείας γράψασθαι ib.790e; σ. ἀναγνῶναι, λέγειν, Phld. Acad.Ind.p.82 M., Arr.Epict.4.11.35; ἠθικαὶ σ., title of work by Persaeus, Stoic.1.102, cf.Cic.Tusc.1.4.7,8.    2 a group to whom lectures were given, school, Arist.Pol.1313b3, Phld.Ind.Sto.10, D.H.Isoc.1, Dem.44, Plu.Per.35, Alex.7, etc.; σ. ἔχειν to keep a school, Arr.Epict. 3.21.11; σχολῆς ἡγεῖσθαι to be master of it, Phld.Acad.Ind.p.92 M., D.H.Amm.1.7.    3 Lat. schola, = σχολαστήριον, Vitr.5.10.4, CIL 10.831, etc.    III σχολαί, αἱ, regiments of the Imperial guard, Procop.Goth.4.27, Suid. s.v. διέδριον; Lat.scholae, Cod.Theod.14.17.9 (iv A.D.), etc.    b section of an office, PMasp.57 ii 18 (vi A.D.); of the 15 'schools' of shorthand writers, Lyd.Mag.3.6.    B σχολῇ as Adv., in a leisurely way, tardily, ἤνυτον σ. βραδύς S. Ant.231, cf. Th.1.142, 3.46, And.2.19, etc.; ἄτρεμά τε καὶ σ. Alex. 135.4; σ. καὶ βάδην Plb.8.28.11.    2 at one's leisure, i.e. scarcely, hardly, not at all, S.OT434. Ant.390, Pl.Sph.233b, etc.; παραινῶ πᾶσι . . σ. τεκνοῦσθαι παῖδας E.Fr.317; σ. γε And.1.102, X.Mem.3.14.3; σ. που Pl.Sph.261 b: freq. in apodosi, to introduce an a fortioriargument, εἰ δὲ μὴ... ἦ που σχολῇ . . γε if not so... hardly or much less so... And.1.90; εἰ αὗται . . μὴ ἀκριβεῖς εἰσι, σχολῇ αἵ γε ἄλλαι Pl.Phd.65b; εἰ μὴ τούτων... σ. τῶν γε ἄλλων Arist.Metaph.999a10; ὁπότε γὰρ . ., answered by σ. γε, Pl.R.610e; μὴ γιγνώσκων τὴν οὐσίαν σ. τήν γε ὀρθότητα διαγνώσεται Id.Lg.668c.

German (Pape)

[Seite 1058] ἡ, Muße, Ruhe, müßige, unbeschäftigte Zeit, Freiheit von Arbeiten, bes. Staatsgeschäften; zuerst bei Pind. N. 10, 46; sehr häufig bei den Att.; absol., Aesch. Prom. 820 Ag. 1025; μὴ σχολὴν τίθει, säume nicht, Ag. 1029; Soph. Ai. 193. 803; σχολὴν ἄγειν, Eur. Med. 1238; οὐκ ἄφθονον σχολὴν ἔχω, Andr. 733; ἡνίκ' ἂν σχολἡν λάβω, I. T. 1432; Ar. u. in Prosa: οὐ σχολὴ αὐτῷ, er hat keine Zeit, Plat. Prot. 314 d; σχολὴν ἄγειν, Theaet. 154 e; mit dem gen., σχολὴ πόνων, Eur., wie τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων σχολὴν ἄγειν, Plat. Tim. 18 b; ἀπό τινος, Plat. Phaed. 66 d; vgl. τοὺς λόγους ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ σχολῆς ποιοῦνται, Theaet. 172 d; ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ σχολῇ τεθραμμένος, 175 d; σχολὴν ἄγειν ἀπό τινος, = σχολάζειν ἀπό τινος, Xen. Cyr. 8, 3, 47, vgl. Mem. 3, 9, 9. – Bes. die nöthige Muße, die erforderliche Zeit wozu, Thuc. 5, 29; ἐπὶ σχολῆς, zu gelegener Zeit; c. int., εἴ σοι σχολὴ προϊόντι ἀκούειν, wenn du grade Zeit hast zu hören, Plat. Phaedr. 227 b; πρός τι, ib. 229 e; σχολὴν ποιήσομαι ἀκροάσασθαί σου, Ion 530 e; Sp., μηκέτι σχολὴν ἄγειν τῇ ἐξετάσει τῆς ἀληθείας, Luc. Calumn. 15; κατὰ σχολήν, in Muße, Plat. Phaedr. 221 a u. öfter; ἐπὶ σχολῆς, Luc. de merc. cond. 3. – Bes. die den Wissenschaften gewidmete, gelehrte Muße, otium; auch der Ort, wo der Lehrer wissenschaftliche Vorträge hält, u. diese Vorträge selbst; Plat. Legg. VII, 820 c; Arist. u. Folgde, z. B. σχολὴν περὶ πολιτείας ἐν Λυκείῳ γραψάμενος, Plut. an seni ger. resp. 12, der sich ein Collegienhest mitgeschrieben; σχολὰς ἐπὶ βιβλίοις περαίνοντες, nach einem Buche Vorlesungen halten, ib. 27; Sp. Auch die Schule, Arist. pol. 5, 11, Plut. Alex. 7. – Langsamkeit, Saumseligkeit; dah. σχολῇ nicht bloß = mit Muße, gemächlich, langsam, Thuc. 1, 142 Xen. Cyr. 4, 2, 6 u. öfter, sondern auch = mit Mühe, kaum, was oft so Viel wie »gar nicht« ist, Soph. O. R. 434 Ant. 386 Plat. Prot. 330 e Andoc. 1, 90; vgl. Schaef. D. Hal. C. V. p. 153. – Nach εἰ δὲ μή ist σχολῇ γε noch αἰσθήσεων μὴ ἀκριβεῖς εἰσι, σχολῇ αἵ γε ἄλλαι, Plat. Phaed. 65 b.

Greek (Liddell-Scott)

σχολή: ἡ, (ἴδε ἐν τέλει) τὸ σχολάζειν, μὴ ἔχειν ἀσχολίαν τινά, ἀπραξία, ἀργία, εὐκαιρία, εὐσχολία, Λατ. otium, vacatio, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 3. 134, Πινδ. Ν. 10. 86, κλπ.· ἀντίθετον τῷ ἀσχολία, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 15, 1, κλπ.· σχολὴν ἄγειν, σχολάζειν, σχολὴν ἔχειν, εὐκαιρείν, ἀναπαύεσθαι, ἀπρακτείν, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Μήδ. 1238, Θουκ. 5. 29· ἐπί τινι Πλάτ. Ἀπολ. 36D· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66D περί τι Ἀντίπ. παρὰ Στοβ. 418 ἐν τέλ.· πρὸς τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 27, 15· τινι Λουπ. π. Διαβολ. 15 σχ. ἐπί τινα, ἀφιερῶ τὸν καιρόν μου εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 12. 2, κλπ.· - σχ. ἔχειν, ἔχειν εὐκαιρίαν, Εὐρ. Ἀνδρ. 732, Πλάτ., κλπ.· ἀμφὶ ἑαυτόν, διὰ τὰς ἰδίας αὐτοῦ ἐργασίας, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 42· - σχ. ποιεῖσθαι, εὑρίσκειν καιρόν, εὐκαιρίαν, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 4· μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Ἴων 530D - μὴ σχολὴν τίθει, δηλ. σπεῦσον, μὴ βραδύνης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1059· ἡνίκ’ ἂν σχολὴν λάβω Εὐρ. Ι. Τ. 4432· - σχολή [ἐστί] μοι, ἔχω καιρόν, ἐν καιρῷ, οὐ σχολὴ αὐτῷ Πλάτ. Πρωταγ. 314D· οὐκ οὔσης σχ. Ἀριστοφ. Πλ. 281· παροιμ., οὐ σχ. δούλοις Ἀριστ. Πολιτ. 7. 15, 2· ὡσαύτως, σχ. ἐστί μοι πρός τι Πλάτ. Πολιτ. 272Β, Φαῖδρ. 227Β· καὶ μετ’ ἀπαρεμφ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1055, κλπ.· εἴ τῳ καὶ λογίζεσθαι σχολὴ Σοφ. Αἴ. 816· καταβαίνειν οὐ σχ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 409, κ. ἀλλ.· οὕτω, σχ. πλείωνθέλω πάρεστί μοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 818· - σχολὴ ἐδόκει γίγνεσθαι, ἐνόμισεν ὅτι εἶχε πολὺν καιρόν, Θουκ. 5. 10· - σχ. διδόναι, παρέχειν τινὶ Ξενοφ. Κύρ. 4. 2, 22, Ἱέρ. 10, 5· σχ. καταναλίσκειν εἴς τι Ἰσοκρ. 5D· - τήν τοῦ πράττοντος σχολὴν περιμένειν Πλάτ. Πολ. 370Α· - σχολῆς ἔργον, ἔργον ἔχον χρείαν σχολῆς, δηλ. ἔργον ἀπαιτοῦν πᾶσαν προσοχήν, Εὐρ. Ἀνδρ. 552· - συχν. μετὰ προθέσ. ἀντὶ ἐπιρρ., ἐπὶ σχολῆς, ἐν καιρῷ, εἰς κατάλληλον εὐκαιρίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1220 (κοινῶς ἐπὶ σχολῇ), Πλάτ. Θεαίτ. 172D· κατὰ σχολὴν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 48, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α· μετὰ σχολῆς ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 110Α· ὑπὸ σχολῆς Πλούτ. 2. 667D· ― ἴδε κατωτ. Β. 2) μετὰ γεν., ἡσυχία, ἄνεσις, ἀνάπαυσις ἀπό τινος πράγματος, ἔν τινι σχολῇ κακοῦ Σοφ. Ο. Τ. 1286· σχολὴν λαβεῖν πόνων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 725· σχ. ἐστί τινι τῶν πραγμάτων Πλάτ. Νόμ. 961Β, πρβλ. Πολ. 370C· οὕτω καί, σχ. γίγνεταί τινι ἀπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66D· σχ. γίγνεταί τινι ἀπό τινος, Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 47· ἡ τῶν ἀναγκαίων σχ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 2. 3) ἀργία, ὀκνηρία, τίκτει γὰρ οὐδὲν ἐσθλὸν εἰκαία σχολὴ Σοφ. Ἀποσπ. 288· σχολὴ τερπνὸν κακὸν Εὐρ. Ἱππ. 384. ΙΙ. τὸ πρᾶγμα εἰς ὃ ἀφιεροῖ τις τὴν ὥραν τῆς σχολῆς, σπουδαία μελέτη, διδασκαλία, Λατ. schola, Πλάτ. Νόμ. 820C, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 1, 13· σχολὴν γράψας Πλούτ. 2. 37C, κλπ.· σχ. περὶ πολιτείας γράψασθαι αὐτόθι 790Ε· σχ. λέγειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11. 35· ― πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 15Α, Κικ. Tusc. 1. 4. 2) ὁ τόπος ἔνθα τοιαῦτα μαθήματα ἐγίνοντο, σχολή, ταῦτ’ οὐ σχολὴ Πλάτωνος Ἄλεξ. ἐν «Ὀλυμπιοδώρῳ» 1, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 5, Διονύσ. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. Ι, π. Δημοσθ. 44, Πλουτ. Περικλ. 35, Ἄλεξ. 7, κλπ.· σχ. ἔχειν, ἔχειν σχολήν, δηλ. σχολεῖον, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 11· σχολῆς ἡγοῦμαι, εἶμαι ἀρχηγὸς σχολῆς, Διον. Ἁλ. πρ. Ἀμμ. 1. 7. 3) = σχολαστήριον, Βιτρούβ. ΙΙΙ. σχολαί, παρὰ τοῖς Βυζ. τάγμα σωματοφυλάκων τοῦ παλατίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8699, 8797, πρβλ. σχολάριοι. Β. σχολῇ ὡς ἐπίρρ., μετὰ σχολῆς, σχολαίως, ἐν ἀνέσει, βραδέως, ἤνυτον σχολῇ βραδὺς Σοφ. Ἀντ. 231, πρβλ. Θουκ. 1, 142., 3. 46, Ἀνδοκ. 22. 13, κτλ.· ἀτρέμα τε τῇ σχολῇ Ἄλεξ. ἐν «Λίνῳ» 1. 4· σχ. καὶ βάδην Πολύβ. 8. 30, 11. 2) μόλις καὶ μετὰ βίας, παντάπασιν, οὐδόλως (πρβλ. I’ ll trust by leisure him that mocks me once’, Shaksp. Tit. Andron.), Σοφ. Ο. Τ. 434, Πλάτ., κλπ.· παραινῶ πᾶσι... σχολῇ τεκνοῦσθαι παῖδας Εὐριπ. Ἀποσπ. 319· σχολῇ γε Σοφ. Ἀντ. 390, Ἀνδοκ. 13. 45, Ξεν. σχ. που Πλάτ. Σοφ. 261Β· ὀλίγον τι, οὐ κάμνω σχολῇ Εὐρ. Ἴων 276· ― συχνάκις ἐν τῇ ἀποδόσει ὅπως συνοδεύσῃ ἐπιχείρημα κατ’ ἰσχυρότερον λόγον, εἰ δὲ μή..., ᾖ που σχολῇ... γε, ἐὰν μὴ οὕτω..., τότε μόλις..., ἢ πολλῷ ἧττον..., Ἀνδοκ. 12. 21· εἰ αὗται... μὴ ἀκριβεῖς εἰσι, σχολῇ αἱ ἄλλαι Πλάτ. Φαίδων 65Β· εἰ μὴ τούτων... σχολῇ τῶν γε ἄλλων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, 10 ὁπότε γὰρ μὴ ἱκανὴ κτλ. ... σχολῇ τό γε κτλ. Πλάτ. Πολ. 610Ε· μὴ γιγνώσκων τὴν οὐσίαν σχολῇ τήν γε ὀρθότητα διαγνώσεται ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 668C. (Ἴσως ἐκ τῆς √ ΕΧ, σχεῖν, ἐπισχεῖν).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
A. subst. propr. arrêt, d’où
I. temps libre, repos, loisir : σχολὴν ἔχειν avoir du loisir ; σχολὴν λαβεῖν EUR prendre du loisir ; σχολὴν ποιεῖσθαι XÉN se donner du loisir ; σχολὴν ἄγειν être de loisir ; σχολὴν ἄγειν τινί LUC, ἐπί τινι PLAT vaquer à qqe occupation ; σχολὴν διδόναι τινί XÉN procurer du loisir à qqn ; σχολή ἐστί ou πάρεστί τινι avec l’inf. qqn a le loisir de faire qch ; οὐκ οὔσης σχολῆς XÉN faute de temps ; ἐπὶ σχολῆς EUR à loisir ; p. suite :
1 occupation studieuse, entretien savant, étude;
2 lieu d’étude, école;
3 produit de l’étude, traité, ouvrage;
II. relâche, trêve : κακοῦ SOPH trêve à un mal ; σχολὴ γίγνεταί τινι ἀπό τινος PLAT il y a trêve pour qqn à qch;
III. en mauv. part inaction, lenteur, paresse;
B. adv. au dat. • σχολῇ :
1 à loisir, à son temps ; σχολῇ ὑπακούειν τινί XÉN obéir à qqn sans se presser ; σχολῇ καὶ βάδην lentement et pas à pas;
2 avec peine : σχολῇ πορεύεσθαι XÉN s’avancer difficilement ; tout au plus, encore moins : εἰ μὴ… σχολῇ γε PLAT sinon… bien moins encore.
Étymologie: DELG se rattache à σχεῖν.