δωρεά

From LSJ
Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωρεά Medium diacritics: δωρεά Low diacritics: δωρεά Capitals: ΔΩΡΕΑ
Transliteration A: dōreá Transliteration B: dōrea Transliteration C: dorea Beta Code: dwrea/

English (LSJ)

Ion. δωρ-εή, ἡ: δωρειά in earlier Attic Inscrr., IG12.77, al., δωρεά first in ib.22.1.68:—

   A gift, present, esp. bounty ( = δόσις ἀναπόδοτος Arist.Top.125a18), Hdt.2.140; δωρεὰν διδόναι Id.6.130, A.Pr.340; πορεῖν ib.616; δωρεῖσθαι Pl.Plt.290c; δ. δέχεσθαι, λαμβάνειν, Isoc.6.31, 15.40; ironically, θάνατόν τινι δωρεὰν ἀποδοῦναι Antipho 5.34; δ. ἔχειν S.Aj.1032, D.18.312; ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρειᾶς D.21.165; δωρειὰν καὶ χάριν ib.172, cf. Pl.Lg.844d; of a legacy, D.27.41, 65; δωρεαί privileges and immunities, opp. δῶρα, gifts in cash or kind, Philostr.VS2.10.4.    2 estate granted by a king, fief, Phoenicid. 4.7, PSI5.511.4, 518.2 (iii B.C.).    II acc. δωρεάν as Adv., as a free gift, freely, Hdt.5.23, prob. in And.1.4; μηδὲν δ. πράττειν Plb. 18.34.7, cf. LXX Jb.1.9; δ. λειτουργεῖν Test.Epict.4.27, cf. Inscr.Prien. 4.17 (iv B.C.); so κατὰ δωρεάν IG7.2711.13, al. (Acraeph., i A. D.); ἐν δωρεᾷ προσνεῖμαι Plb.22.5.4; but γῆν (ἀμπελῶνα, etc.) ἐν δωρεᾷ ἔχειν to hold land by a royal grant, PRev. Laws 36.15 (iii B.C.), cf. 43.11, 44.3.    2 to no purpose, for naught, Ep.Gal.2.21.

German (Pape)

[Seite 695] ἡ, Gabe, Geschenk, bes. Ehrengeschenk; Aesch. Prom. 619; Soph. Ai. 1032; Her. 5, 23; att. Prosa, διδόναι, δωρεῖσθαι, Plat. Rep. V, 468 Polit. 290 c; Legat, Vermächtniß, Is. 1 u. öfter; Dem. 27, 41; δωρεάν τι λαβεῖν, etwas als Geschenk empfangen, δοῦναι, Lys. 7, 4; Dem. 19, 171; dah. δωρεάν, adverb., geschenkweis, umsonst, πράττειν, Pol. 18, 17, 7, u. bes. Sp.; auch ἐν δωρεᾷ διδόναι τι, Pol. 93, 3, 4, als Geschenk.

Greek (Liddell-Scott)

δωρεά: Ἰων. -εή, ἡ· ὡσαύτως δωρειά, Meisterh. 40 καὶ 44· -δῶρον, ἰδίως τιμητικὸν δῶρον, Λατ. beneficium (δόσις ἀναπόδοτος Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 11), Ἡρόδ. 2. 140, Ἰσοκρ. 122A, κτλ.· δωρεὰν διδόναι, πορεῖν, δωρεῖσθαί τι, παρέχειν δωρεάν, ἄνευ ἀμοιβῆς, Ἡρόδ. 6. 130, Αἰσχύλ. Πρ. 338, 616, Πλάτ. Πολιτ. 290C· εἰρωνικῶς, θάνατόν τινι δωρεὰν ἀποδοῦναι Ἀντιφῶν 133. 25· δ. ἔχειν Σοφ. Αἴ. 1032, Δημ. 329. 17· ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρεᾶς Δημ. 568. 1· δωρεὰν καὶ χάριν ὁ αὐτ. 570. 12· -ἐπὶ κληρονομίας ἢ κληροδοτήματος, ὁ αὐτ. 826. 11., 834. 11. 2) αἰτ. δωρεὰν ὡς ἐπίρρ., ὡς τὰ δωτίνην, προῖκα, ὡς δῶρον, ἐλευθέρως, Λατ. gratis, Ἡρόδ. 5. 23, Ἀνδοκ. 1. 22, κτλ., (οὕτως, ἐν δωρεᾷ Πολύβ. 23. 3, 4). 3) ἀσκόπως, ματαίως, ἄνευ λόγου ἀποχρῶντος, Ἑβδ. (Ἰὼβ. α΄, 9), πρὸς Γαλάτ. β΄, 21.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
ion. εή, ῆς;
don, présent, gratification ; adv. • δωρεάν (ion. δωρεήν) en pur don, gratuitement.
Étymologie: δῶρον.