ἀπόδειξις
English (LSJ)
Ion. -δεξις, εως, ἡ, (ἀποδείκνυμι)
A showing forth, making known, exhibiting, δι' ἀπειροσύνην . . κοὐκ ἀπόδειξιν τῶν ὑπὸ γαίας E. Hipp.196. 2 setting forth, publication, Ἠροδότου . . ἱστορίης ἀπόδεξις Hdt.Prooem.; ἀρχῆς ἀ. an exposition, sketch of it, Th.1.97; ἀ. περὶ τὸν πολιτικόν Pl.Plt.277a; περί τινος R.358b. 3 proof, βουλομένοισί σφι γένοιτ' ἂν ἀ. Hdt.8.101; ἀ. ποιεῖσθαι Lys.12.19, etc.; esp. by words, ἀποδείξεις εὑρίσκειν τινός Isoc.10.3; ἀ. λέγειν Pl.Tht. 162e; -ξεις φέρειν Plb.12.5.5; χρῆσθαί τινι ἀποδείξει τινός use it as a proof of a thing, Plu.2.160a: in pl., proofs, or arguments in proof of, τινός D.18.300, cf. Pl.Phd.73a; λέγειν τι ἐς ἀπόδειξιν τοῦ περιέσεσθαι τῷ πολέμῳ Th.2.13; ἄνευ ἀποδείξεως Pl.Phd.92d; μετ' ἀ. Plb.3.1.3, al.; ἀ. λαμβάνειν . . τῶν μανθανόντων test them by examination, etc., Plu.2.736d; ἀ. ποιεῖσθαι τῶν ἐφήβων IG2.470.40; ἀ. τέχνης specimen, Dionys.Com.3.4; ἀ. αὑτοῖς δοῦναί τινος Plu.2.79f, etc.; citation, ποιητῶν καὶ ἱστοριαγράφων ἀποδείξεις SIG685.93 (Crete, ii B. C.). b in the Logic of Arist., demonstration, i. e. deductive proof by syllogism, AP0.71b17, al., cf. Epicur.Ep. 1p.25U., Stoic.2.89; opp. inductive proof (ἐπαγωγή), Arist.AP0.81a40:—sts. in a loose sense, ἀ. ῥητορικὴ ἐνθύμημα Id.Rh.1355a6. 4 appointment, θεωρῶν SIG402.29 (Delph., iii B. C.). II (from Med.) ἀ. ἔργων μεγάλων display, achievement of mighty works, Hdt.1.207, cf. 2.101,148.
German (Pape)
[Seite 300] ἡ, 1) Darstellung, Erzählung, ἱστορίης Her. 1, 1; vgl. 8, 101; περί τινος Plat. Polit. 277 b; Vollbringung, ἔργων Her. 1, 201. 2, 148. – 2) Auseinandersetzung, Beweis, τινός Thuc. 2, 13; Plat. Phaedr. 73 a u. öfter; ἀπόδειξιν λέγειν Theaet. 162 e; ποιεῖσθαί τινος Lys. 12, 19; δοῦναι Aristonym. B. A. 81; φέρειν Pol. 12, 5; βέβαιος Andoc. 2, 3 u. Folgde; τῆς ἐπιστήμης ἐστί Arist. Nic. 6, 5, 3. – Bei Philosophen ein aus Prämissen gefolgerter Satz, argumenti conclusio, Cic. Acad. 2, 8. – Bei Pol. ist μετ' ἀποδείξεως ἐξαγγέλλειν ausführlich, mit Erörterungder Gründe, 3, 1. 10, 24, so daß ὁ μετ' ἀπ. ἀπολογισμός dem κεφαλαιώδης entgegensteht, 10, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδειξις: Ἰων. -δεξις, εως, ἡ, (ἀποδείκνυμι)· ἀποκάλυψις, φανέρωσις, δι’ ἀπειροσύνην ἄλλου βιότου κοὐκ ἀπόδειξιν τῶν ὑπὸ γαίας, ἕνεκεν ἀπειρίας ἄλλου (τοῦ μέλλοντος) βίου καὶ διότι τὰ ὑπὸ τὴν γῆν εἶναι κεκρυμμένα εἰς ἡμᾶς, Εὐρ. Ἱππ. 196. 2) ἔκθεσις, διήγησις, Ἡροδότου Ἁλικαρνησσέος ἱστορίης ἀπόδεξις ἥδε, ὡς προοιμιάζεται ὁ Ἡρόδοτος ἐν ἀρχῇ τῆς ἱστορίας αὐτοῦ, - ἀρχῆς ἀπόδειξις, ἔκθεσις, σκιαγράφημα, Θουκ. 1. 97· ἀπ. περί τι Πλάτ. Πολιτικ. 277Α· περί τινος Πολ. 358Β. 3) ἀπόδειξις, βουλομένοισί σφι γένοιτ’ ἄν ἀπ. Ἡρόδ. 8. 101· ἀπ. ποιεῖσθαι Λυσ. 121. 43, κτλ.· ἰδίως διὰ λέξεων, ἀπ. λέγειν Πλάτ. Θεαίτ. 162Ε· φέρειν Πολύβ. 12. 5, 5· χρῆσθαί τινι ἀποδείξει τινός, τὸ νὰ μεταχειρισθῇ τίς τι ὡς ἀπόδειξίν τινος, Πλούτ. 2. 160Α· κατὰ πληθ. ἀποδείξεις, ἢ ἐπιχειρήματα πρὸς ἀπόδειξιν, τινός, Δημ. 326. 4 κτλ., λέγειν τι ἐς ἀπόδειξιν τοῦ περιέσεσθαι τῷ πολέμῳ Θουκ. 2. 13, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 73Α· ἄνευ ἀποδείξεως αὐτόθι 92C· μετ’ ἀπ. Πολύβ. 3. 1, 3· ἀπ. λαμβάνειν... τῶν μανθανόντων, δοκιμάζειν αὐτοὺς δι’ ἐξετάσεως, κτλ., Πλούτ. 2. 736D· ἀπ. τέχνης, δεῖγμα, Διονύσ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 1· ἀπ. δοῦναί τινος Πλούτ. 2. 79F, κτλ. β) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. ἀπόλυτος ἀπόδειξις διὰ συλλογιστικοῦ συμπεράσματος ἐκ γνωστῶν προτάσεων, Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 1, 2., 1. 4, 1, κ. ἀλλ.· κατ’ αντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπαγωγή, 1. 18, 1· - ἀλλ’ ἐνίοτε ἐν γενικωτέρᾳ σημασίᾳ, ἔστι δὲ ἀπόδειξις ῥητορικὴ ἐνθύμημα ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 1, 11· ἴδε ἐν λ. εἰκός. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ. τύπου) ἀπόδεξις ἔργων μεγάλων, ἐπίδειξις, κατόρθωσις μεγάλων ἔργων, κτλ., Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 2. 101, 148.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. 1 action de montrer;
2 exposition (de faits), publication;
3 démonstration, preuve;
II. accomplissement, achèvement.
Étymologie: ἀποδείκνυμι.