ἐπονείδιστος
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ον,
A to be reproached, disgraceful, shameful, E.IT689 ; ἐ. εἰρήνη Isoc.12.106 (Comp.), cf. D.19.336 ; ἀμαθία Pl.Ap.29b, etc. ; τινι to one, X.Smp.8.34 ; ἐπονείδιστόν ἐστι παρά τισι is matter of reproach, D.26.19 ; ὄνομα τοὐπονείδιστον βροτοῖς the name of reproach among men, E.Fr.922 : Comp., Arist.EN1119a25 : Sup., X.Smp. 8.19. Adv. -τως shamefully, Pl.Lg.633e, Isoc.4.60 ; also in act. sense, so as to shame, ψέγειν Plb.1.14.5.
German (Pape)
[Seite 1008] schimpflich, tadelhaft, schmachvoll, καὶ λυπρόν Eur. I. T. 689; ἀμαθία, δουλεία, φήμη, Plat. Apol. 29 b Conv. 184 c Polit. 309 e; εἰρήνην οὔτε αἰσχίω ποτὲ γενομένην οὔτ' ἐπονειδιστοτέραν Isocr. 12, 106; πρᾶγμα Is. 2, 41; ἐκείνοις ταῦτα νόμιμα, ἡμῖν δὲ ἐπονείδιστα, bei uns gilt es für tadelnswerth, Xen. Conv. 8, 34; ἐπονείδιστον τὸ πολιτεύεσθαί ἐστι παρά τινι, wird getadelt, Dem. 26, 19; ἡδοναί Arist. Nic. 10, 3, 8. – Adv., ἐπ ονειδίστως τὸν βίον τελευτᾶν, auf schimpfliche Weise, Isocr. 4, 60; ψέγειν, unter Schmähungen, Pol. 1, 14, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπονείδιστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἄξιος ὀνείδους, ἀξιοκατάκριτος, αἰσχρός, καταπεφρονημένος, Εὐρ. Ι. Τ. 689· ἐπ. εἰρήνη Ἰσόκρ. 245D, πρβλ. Δημ. 449. 9· ἀμαθία Πλάτ. Ἀπολ. 29Β, κτλ.· τινι Ξεν. Συμπ. 8. 34 ἐπονείδιστόν ἐστι παρά τισι Δημ. 806. 7· τοὔνομα τοὐπονείδιστον βροτοῖς, τὸ ἐπονείδιστον μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 475b ἐπονειδιστότερον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 12, 2. - Ἐπίρρ. -τως, αἰσχρῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
répréhensible, blâmable, honteux : ἐπ. τινι qu’on peut reprocher à qqn;
Cp. ἐπονειδιστότερος, Sp. ἐπονειδιστότατος.
Étymologie: ἐπί, ὀνειδίζω.