ἐπίτευξις
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hitting the mark, attainment, εὐκαιρία χρόνου ἐ. Pl.Def.413c, cf. Arist.MM1207b16, Phld.Rh.1.204S. (pl.). 2 success, App.Pun.105. II conversation, f.l. for ἔντευξις in Thphr.Char.12.1.
German (Pape)
[Seite 991] ἡ, das Erlangen, Erreichen, Treffen, Plat. defin. 413 c εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις; Isocr. ep. 10, 1 θρόνων; das Glück, App. Pun. 105. – Auch = ἔντευξις, Unterredung, Gespräch, Theophr. char. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτευξις: -εως, ἡ, (ἐπιτυγχάνω), τὸ ἐπιτυγχάνειν, εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις ἐν ᾧ χρὴ παθεῖν τι ἢ ποιῆσαι Πλάτ. Ὅροι 413C, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 8, 13, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 2) ἐπιτυχία, Ἀππ. Καρχ. 105. ΙΙ. = ἔντευξις, συνέντευξις, ἀμφίβ. ἐν Θεοφρ. Χαρ. 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’obtenir, de rencontrer, gén..
Étymologie: ἐπιτυγχάνω.