Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἕψω

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕψω Medium diacritics: ἕψω Low diacritics: έψω Capitals: ΕΨΩ
Transliteration A: hépsō Transliteration B: hepsō Transliteration C: epso Beta Code: e(/yw

English (LSJ)

impf.

   A ἧψον Ar.Ra.505, al.: fut. ἑψήσω Nicoch.15, Men.260: aor. ἥψησα Hdt.1.119 (v.l. ἕψ-), Ar.Fr.4, Pl.Euthd.301d, etc.; cf. συν-έψω: pf. ἥψηκα Ph.2.245:—Med., imper. ἕψου A.Fr.310: fut. ἑψήσομαι Pl.R.372c:—Pass., ἕψεται Antiph.217.4, part. ἑψόμενος Pi. N.4.82, Hp.Int.44: fut. ἑψηθήσομαι Gal.13.398: aor. ἡψήθην Hdt.4.61, Plu.2.690c, etc., part. ἑψηθείς Dsc.5.85, Eup.1.139 (v.l. ἑφθέντες): pf. ἡψημένος D.S.2.9, ἑψ- Arist.Pr.884b14, Hp.Mul.1.78.—ἕψω is Att. acc. to Hdn.Gr.1.456: ἑψέω is dub., imper. ἕψεε v.l. in Hp.Acut. (Sp.) 63, impf. ἥψεε v.l. ἕψεε Hdt.1.48; elsewh. in Hdt. and Hp. the uncontracted forms are found: ἑψάω is a late form, Olymp.in Mete. 315.8, al.:—boil, seethe, of meat and the like (never in Hom., where meat is roasted, v. ὀπτάω), Hdt.1.48, al., Hp.VM3, Pl.Euthd. 301c, etc.; ἕ. χύτραν 'to keep the pot boiling', Ar.Ec.845, Pl.Hp.Ma. 290d; prov. of useless labour, λίθον ἕψεις Ar.V.280 (lyr.), Pl.Erx. 405b: c. gen. partit., ἥψομεν τοῦ κορκόρου we boiled some pimpernel, Ar.V.239:—Med., ἕψου μηδὲ λυπηθῇς πυρί A.Fr.310:—Pass., to be boiled, of meat, Hdt.4.61, etc.; of liquids, boil, Arist.Mete.379b28, Plu.2.690c.    2 digest, τὰ σιτία Hp.Acut.28.    3 of metals, smelt, refine, ἑψόμενος χρυσός Pi.N.4.82.    4 Med., ἑψήσασθαι κόμην dye it, Poll.2.35:—also in Act., Phot., Hsch. (ἐψεῖν cod.).    5 metaph., γῆρας ἀνώνυμον ἕψειν cherish an inglorious old age, Pi.O.1.83.

German (Pape)

[Seite 1132] fut. ἑψήσω, kochen; Ar. Equ. 745; χύτραν Eccl. 845; Plat. Hipp. mai. 290 d; ἡψημέναι χύτραι Arist. probl. 5, 36; von ὀπτάω unterschieden, Her. 1, 119; Plat. Euthyd. 401 c; Xen. Cyr. 8, 2, 6; Dorion bei Ath. VII, 304 f u. A. – Uebh. am Feuer bereiten, wie χρυσὸς ἑψόμενος, geläutertes, gereinigtes Gold, Pind. N. 4, 82; übertr., γῆρας ἀνώνυμον ἕψειν, ein ruhmloses Alter hinbrüten, Ol. 1, 83. – Med. für sich kochen, λάχανα ἑψήσονται Plat. Rep. II, 372 c; – ἑψήσασθαι τὴν κόμην, sich das Haar färben, Poll. 2, 35. – Pass. aor. ἑψηθείς, Plut., auch ἑφθείς, Diosc.; vom Wasser, welches kocht, Arist. H. A. 6, 13 u. A. – Adj. verb. ἑψητός, s. oben, u. ἑφθός.

Greek (Liddell-Scott)

ἕψω: γ΄ ἑνικ. παρατ. ἧψε Ἡρόδ. 1. 48 (Ἀντίγραφ. ἕψεε, ἴδε κατωτ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 505, Σφ. 239, ἀποσπ. 507, 548: μέλλ. ἑψήσω Νικοχάρης ἐν Ἀδήλ. 1, Μένανδρ. ἐν «Καρχηδονίῳ» 1: ἀόρ. ἥψησα Ἡρόδ. 1. 119 (κοινῶς ἕψησα), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 109, 355, Πλάτ., κλ., πρβλ. συνέψω: πρκμ. ἕψηκα Φίλων 2. 245: - Μέσ., προστ. ἕψου Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321: μέλλ. ἑψήσομαι Πλάτ. Πολ. 372C: - Παθ., μέλλ. ἑψηθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. ἡψήθην Ἡρόδ. 4. 61, Πλούτ. κλ. (παρὰ τοῖς Ἑβδ. ἐν Λευϊτ. Ϛ΄ 28 ἀπαντᾷ ὑποτακτικὴ παθητικοῦ ἀορίστ. ἑψεθῆ ἀντὶ ἑψηθῆ): μετοχ. ἑψηθεὶς Διοσκ. 5. 100, ἑψηθέντες ἐν οἴνῳ ὁ αὐτ. ἐν Εὐπορ. 1. 148: παρακειμ. ἡψημένος Ἀριστοτέλ. Προβλ. 5. 36. Διόδωρ. 2. 9, ἑψημένος Ἱππ. 628. 25, πρβλ. ἀφέψω ΙΙ. - Ὁ ἐνεστὼς ἑψέω, ἐξ οὗ σχηματίζονται οἱ λοιποὶ χρόνοι, ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ τονισμοῦ ὃν φέρουσι τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ἀντὶ τῶν ἑψῶ, ἑψοῦσι, ἑψεῖν, ἕψεε, ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι τίθενται τά: ἕψω, ἕψουσι, ἕψειν, ἧψε, ἴδε Δινδόρφ. de Dial. Hdt. σ. XXXVI· πρὸς δὲ οἱ τύποι ἑψοῦντες, ἑψῶντες παρὰ Διοδ. 1. 80. 81, διωρθώθησαν ὡσαύτως ὑπὸ τοῦ Δινδ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε πέσσω). Βράζω, ἐπὶ κρέατος κτλ. (οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ., ἴδε ἐν λ. ὀπτάω), χελώνην καὶ ἄρνα κατακόψας ὁμοῦ ἕψεε αὐτοὺς ἐν λέβητι χαλκέῳ Ἡρόδοτ. 1. 48, τὰ μὲν ὤπτησε τὰ δὲ ἕψησε τῶν κρεῶν αὐτόθι 119, ἑψήσαντες δὲ τὰ κρέα κατευωχέονται αὐτόθι 216, κ. ἀλλ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· τὰ σμικρὰ κρέα κατακόψαντα ἕψειν καὶ ὀπτᾶν Πλάτ. Εὐθύδημ. 301C, κλπ: χύτρας ἔτνους ἕψουσιν αἱ νεώταται Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 845, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D· παροιμία ἐπὶ ἀνωφελοῦς κόπου, λίθον ἕψεις (πρβλ. πλίνθος) Ἀριστοφ. Σφ. 280, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Β· μετὰ γεν. διαιρ., ἥψομεν τοῦ κορκόρου, ἐβράσαμεν μέρος τοῦ κορχόρου, Ἀριστοφ. Σφ. 239. - Μέσ., ἕψου μηδὲ λυπηθῇς πυρὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. - Παθητ., βράζομαι, ἐπὶ κρέατος, ἐπεὰν δὲ ἑψηθῇ τὰ κρέα, ὁ θύσας τῶν κρεῶν καὶ τῶν σπλάγχνων ἀπαρξάμενος ῥίπτει ἐς τὸ ἔμπροσθεν Ἡρόδοτ. 4. 61, κτλ.· ἐπὶ ὕδατος, ὑφίσταμαι βρασμόν, βράζω, πᾶν ὕδωρ προθερμανθὲν ψύχεται μᾶλλον, ὥσπερ τὸ τοῖς βασιλεῦσι παρασκευαζόμενον ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως Ἀριστοτέλ. Ἀποσπάσμ. 208, Πλούταρχ. 2. 690C. 2) ἐπὶ μετάλλων, χωνεύω, καθαρίζω διὰ τοῦ πυρός, ἑψόμενος χρυσὸς Πινδ. Ν. 4. 133· πρβλ. ἄπεφθος. 3) Μέσ., ἑψήσασθαι κόμην, βάψαι αὐτήν, «ἑψήσασθαι κόμην τὸ καταχρῶσαι ἔλεγον» Πολυδ. Β΄, 35· πρβλ. Φώτ., Ἡσύχ. 4) μεταφ., περιθάλπω, τί κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν, ἁπάντων καλῶν ἄμμονος Πινδ. Ο. 1. 133, ἴδε Dissen. (83), καὶ πρβλ. πέσσω ΙΙΙ. 3.

French (Bailly abrégé)

impf. ἧψον, f. ἑψήσω, ao. ἥψησα, pf. réc. ἔψηκα avec esprit doux !;
Pass. f.
ἑψηθήσομαι, ao. ἡψήθην ou ἥφθην, pf. ἥψημαι;
faire cuire, faire bouillir ; Pass. cuire, bouillir.
Étymologie: cf. πέπτω.