ἀποχέω
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
imper.
A ἀπόχει Dsc.1.53: aor. ἀπέχεα, Ep. -έχευα:— pour out or off, spill, shed, ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε Od.22.20,85: poet. pres. Med., παγὰν ἃν ἀποχεύονται Κασταλίας δῖναι E.Ion148 (lyr.). 2 pour off, Hp.Ulc.12; τι εἴς τι Dsc.1.53. II Pass., to be poured off, Plb.34.9.10; τοῦ μὲν ἀποχεομένου ὕδατος, τοῦ δὲ ἐπιχεομένου Dsc.2.76; to be shed, fall off, ἀποχυθέντα φύλλα Plu.2.332b. 2 of plants, come into ear, Thphr.HP8.8.1, etc.; οὐκ εἰς στάχυν ἀλλ' οἷον φόβην ib.4.4.10:—Med., make to shoot, ἀ.ποίην Nic. Th.569(s.v.l.); χαίτην ib.658.
German (Pape)
[Seite 336] (s. χέω), ausgießen, verschütten, Hom. Od. 22, 20. 85 ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε; Iliad. 22, 468 τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς χέε δέσματα, Aristarch βάλε, s. Scholl. Didym.; ἀποχεύονται Κασταλίας δῖναι παγάν Eur. Ion. 148; ἀποχεομένων ὑδάτων, ἀποχυθέντος μολύβδου Pol. 34, 9, 10. 11, u. a. Sp.; φύλλα ἀποχυθέντα, abgefallenes Laub, Plut. Alex. fort. 1, 10 E. – Vom Getreide, schossen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχέω: μέλλ. -χεῶ: ἀόρ. ἀπέχεα, Ἐπ. -έχευα: ἐκχέω, ῥίπτω, σκορπίζω, ἀπὸ δ’ εἴδατα χεῦεν ἔραζε Ὀδ. Χ. 20, 85: ποιητ. ἐνεστ. μέσ., ἀποχεύοντα παγὰν Εὐρ. Ἴων 148. 2) χέω ἔξω ἀπὸ τινος, ἐκχέω, τῇ δὲ ἕκτη ἀπόχει τὸ ἔλαιον ἀπὸ τοῦ κρόκου Διοσκ. 1. 64· τι εἴς τι ὁ αὐτ. 1. 63. ΙΙ. Παθ. χύνομαι ἔξω, Πολύβ. 34. 9, 10· τοῦ μὲν ἀποχεομένου ὕδατος τοῦ δὲ ἐπιχεομένου Διοσκ. 2. 90: χύνομαι, πίπτω, ἀποχυθέντα φύλλα Πλούτ. 2. 332Β. 2) ἐπὶ τοῦ στάχυος, ὅταν ἀνοίγῃ ἡ κάλυξ καὶ ἀναφαίνηται οὗτος, ἐξέρχομαι, ἀλλ’ οὐ πρότερον φανερὸς γίνεται (ὁ στάχυς) πρὶν ἂν προαυξηθεὶς ἐν τῇ κάλυκι γένηται, τότε δὲ ἡ κύησις φανερὰ διὰ τὸν ὄγκον· ἀποχυθείς δ’ εὐθὺς ἀνθεῖ κτλ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8, 2, 5, κτλ. καταλήγω, αὐξάνω εἰς…, ἀποχεῖται δὲ οὐκ εἰς στάχυν, περὶ τοῦ ὀρύζου (τῆς ’ρυζιᾶς), αὐτόθι 4. 4, 10: - Μέσ. ἐκβλαστάνω, φύω, νέον δ’ ἀπεχεύατο ποίην Νικ. Θ. 569· χαίτην ὁ αὐτ. 658.