προτείνω
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
A stretch out before, hold before, τὸν χαλινόν X.Eq.6.11 (Pass.); [ὁ ναυτίλος] π. τὰς πλεκτάνας Arist.HA525a28. 2 expose to danger, ψυχὴν . . προτείνων S.Aj.1270. 3 metaph., hold out as a pretext or excuse, π. πρόφασιν Hdt.1.156; σκῆψιν E.El.1067; θεούς S.Ph.992; παιδὸς θάνατον E.Andr.428:—Med., π. τὴν ἡλικίαν Pl.Ep.317c. II stretch forth, hold out, χεῖρα, as a suppliant, Archil.130; τὰς χεῖρας Hdt.1.45, 7.233 (for punishment, Ps.-Callisth. 2.2); φύλλον οἱ ἱκέται προτείνουσι Call.Iamb.1.275a (προτιμῶσι 275); also προτείνει χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (Herm. for ὀρεγόμενα) A.Ag. 1110 (lyr.); π. ἑαυτόν leaning forward, Pl.R.449b: hence intr., stretch forward, προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος [ἄκρα] Id.Criti.111a, cf. Plb.1.29.2, etc. 2 π. χεῖρα δεξιάν offer, tender it as a pledge, S.Ph. 1292, cf. Tr.1184, E.Alc.1118, etc.; π. πίστιν D.23.117. 3 hold out, offer, μεγάλα π. ἐπ' οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι Hdt.8.140.β; κέρδος A.Pr.777; τελετάς E.Ba.238; κάλλος Id.Hel.28; φάντασμα Pl.R. 382a; ἐλπίδα E.Fr.131; δραχμὰς εἴκοσιν Ar.Pl.1019; ἐλευθερίαν Antipho 5.50; δέλεαρ π. τὴν ἡδονήν Plu.2 13a; ἐμοὶ λόγους Pl.Phdr.230d: c. inf., π. τινὶ λαβεῖν ὅ τι χρῄζει X.Oec.5.8:—Med., Hdt.5.24, 7.161; ἔρωτα Pl.Phdr.266b; φιλίαν προτενεῖται D.14.5; τὴν ἀειλογίαν Id.19.2:—Pass., δυοῖν προτεινομένοιν ἀγαθοῖν Isoc.6.37, cf. 12.117. 4 put forward, propose, π. ζητήματα, ἐρωτήματα, Plu.2.737d, Arr.Epict. 3.8.1; αἴνιγμά τινι D.L.2.70, etc.:—Med., offer or put forward as instances, Pl.Grg.518b:—Pass., Sor.2.1, Iamb.Myst.1.3. 5 Med . . μισθὸν προτείνασθαι stipulate for as a reward, Hdt.9.34. III put forward as a proposition (πρότασις 1.1), Arist.APr.47a15, Top. 104a5, al.:—Med., ib.164b4:—Pass., ib.7.
German (Pape)
[Seite 790] (s. τείνω), 1) wovor ausspannen, ausbreiten, vorhalten; δεξιὰν πρότεινε χεῖρα, Soph. Phil. 1276; Trach. 1174; Eur. Alc. 1120; τὼ πόδε, Ar. Th. 1183; τὴν δεξιὰν προτείνων, Dem. 18, 323, vgl. 19, 255, wo der Ggstz ist εἴσω τὴν χεῖρα ἔχειν; Sp., wie Luc. Nigr. 21; – darreichen, τάς γε χεῖρας παγκάλας ἔχειν μ' ἔφη, ὁπότε προτείνοιέν γε δραχμὰς εἴκοσιν, Ar. Plut. 1018; u. med., μισθὸν προτείνεσθαι, sich Sold reichen lassen, Sold für sich fordern, Her. 9, 34; aber auch = act., προτεινομένων ἡμῶν, ἆρ' ἐθέλοιεν ἂν δέχεσθαι, Plat. Soph. 247 d; – von weitem zeigen, versprechen, vorspiegeln, μή μοι προτείνων κέρδος εἶτ' ἀποστέρει, Aesch. Prom. 779; θεοὺς προτείνων τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης, Soph. Phil. 980; Her. 8, 140, 2; πρόφασιν, 1, 156; ἐλευθερίαν, Antiph. 5, 50; so auch im med., Her. 5, 24. 7, 160; τὴν ἡλικίαν αὐτοῖς προὐτεινόμην, Plat. Ep. III, 317 c, ich schützte mein Alter gegen sie vor; übh. vorzeigen, προτείνων λόγους ἐν βιβλίοις, Phaedr. 230 d; Sp.; προτεινόμενον διαλύσεις, anbietend, Plut. Caes. 33, wie φιλίαν προτενεῖται, er wird seine Freundschaft anbieten, Dem. 14, 5; vgl. ὅσοι πρὸς τὰ κοινὰ δικαίως προσέρχονται, κἂν δεδωκότες ὦσιν εὐθύνας, τὴν ἀειλογίαν ὁρῶ προτεινομένους, 19, 2. – Intraus., sich erstrecken, πᾶσα ἀπὸ τῆς ἄλλης ἠπείρου μακρὰ προτείνουσα εἰς τὸ πέλα γος, Plat. Critia. 111 a. – 2) gew. vorlegen, aufgeben, bes. eine Aufgabe zu lösen vorlegen, αἴνιγμα, D. L. 2, 70; Luc. Iup. trag. 27; πρότασιν, s. oben πρότασις. – Eine Protasis machen, was Arist. top. 8, 12, 15 erkl. : ἔστι δὲ τὸ προτείνεσθαι ἓν ποιεῖν τὰ πλείω, aus mehreren Dingen eins machen.
Greek (Liddell-Scott)
προτείνω: ἐκτείνω ἐμπρός, προβάλλω πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν χαλινὸν Ξεν. Ἱππ. 6. 11· ὁ ναυτίλος πρ. τὰς πλεκτάνας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29. 2) ἐκθέτω εἰς κίνδυνον, ψυχὴν… προτείνων Σοφ. Αἴ. 1270. 3) μεταφορ., προβάλλω ὡς πρόφασιν, πρ. πρόφασιν Ἡρόδ. 1. 156 σκῆψιν Εὐρ. Ἠλ. 1067· πρ. θεοὺς Σοφ. Φιλ. 992· παιδὸς θάνατον Εὐρ. Ἀνδρ. 428· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πρ. τὴν ἡλικίαν Πλάτ. Ἐπιστ. 317C. ΙΙ. τείνω πρὸς τὰ ἐμπρός, χεῖρα, χεῖρας, μάλιστα ὡς ἱκέτης, Ἀρχίλ. 117, Ἡρόδ. 1. 45., 7. 233, (οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 4, 136)· πρ. τινὶ χεῖρα Σοφ. Φιλ. 1292, κτλ.· ὡσαύτως, προτείνει χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (οὕτως ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ὀρεγομένα) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111· πρ. ἑαυτόν, τείνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, Πλάτ. Πολ. 449Β· ἐντεῦθεν ἀμεταβ., ἐκτείνομαι πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ μακράν, προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος [[[ἄκρα]]] ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 111Α, πρβλ. Πολύβ. 1. 29, 2 κτλ. 2) προτείνειν δεξιάν, προτείνειν, προσφέρειν αὐτὴν ὡς ἐχέγγυον πίστεως, Σοφ. Φιλ. 1292, Τρ. 1184, Εὐριπ. Ἄλκ. 1118, κτλ.· οὕτω, προτ. πίστιν Δημ. 669. 10. 3) προβάλλω, προτείνω, Λατιν. ostentare, μεγάλα προτ., ἐπ’ οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι Ἡρόδ. 8. 140, 2· κέρδος πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 777· τελετὰς Εὐρ. Βάκχ. 238, πρβλ. Ἑλ. 28, Πλάτ. Πολ. 382Α· ἐλπίδα Εὐρ. Ἀποσπ. 130· δραχμὰς Ἀριστοφ. Πλ. 1019· ἐλευθερίαν Ἀντιφῶν 135. 16· δέλεαρ πρ. τὴν ἡδονὴν Πλούτ. 2. 13Α· πρ. λόγους τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., πρ. τινὶ λαβεῖν Ξεν. Οἰκ. 5, 8· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 5. 21, κ. ἀλ.· ἔρωτα Πλάτ. Φαῖδρ. 266Α· φιλίαν Δημ. 179. 17, κτλ.· ― Παθ., δυοῖν προτεινομένοιν ἀγαθοῖν Ἰσοκρ. 123Β, πρβλ. 257Α. 4) προβάλλω ὡς ἔνστασιν, Δημ. 341. 14· πρ. ζητήματα, ἐρωτήματα, προτείνω, προβάλλω, Πλούτ. 2. 737D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 8, 1· αἴνιγμά τινι Διογ. Λ. 2 70, κτλ.· ― Μέσ., ὁμοιοτάτους πρ. ἀνθρώπους περὶ τὰ πολιτικὰ Πλάτ. Γοργ. 518Β. 5) ἐν τῷ μέσ., μισθὸν προτείνομαι, ἀπαιτῶ ἢ ζητῶ ὡς ἀμοιβήν, Ἡρόδ. 9. 34. ΙΙΙ. προβάλλω ὡς πρότασιν (πρότασις ΙΙ, 1), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 32, 4, Tοπ. 1. 10, 1, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Προτ. 1. 27, 9. IV. προτιμῶ, τί τινος Κλήμ. Ἀλ. 558. - Κατὰ Σουΐδ.: «προτείνειν, δωρεῖσθαι, χαρίζεσθαι».
French (Bailly abrégé)
f. προτενῶ, ao. προὔτεινα, etc.
A. tr. I. tendre en avant, allonger : δεξίαν SOPH tendre la main pour confirmer une promesse;
II. fig. 1 exposer : ψυχήν SOPH sa vie;
2 mettre en avant, proposer (un gain, une espérance, etc.) acc. : δέλεαρ προτείνειν τὴν ἡδονήν PLUT offrir comme amorce le plaisir ; προτείνειν τινί avec un. inf. : proposer à qqn de ; proposer (une recherche, une question, etc.), acc.;
3 mettre en avant, alléguer, acc.;
Moy. προτείνομαι (f. προτενοῦμαι) tr;
1 tendre en avant (la main comme suppliant) acc. ; mettre en avant, proposer, offrir, acc.;
2 prétendre ou réclamer pour soi : μισθόν HDT comme récompense.
Étymologie: πρό, τείνω.