νεανικός
English (LSJ)
ή, όν, (νεάν)
A youthful, ῥώμη Ar.V.1067: mostly of youthful qualities : hence, 1 fresh, active, vigorous, fine, νεανικώτατε Id.Eq.611; κρέας ν. a fine large piece, Id.Pl.1137; λοπάς Alex.188.2; of trees, Thphr.HP5.1.11 (Comp.); -ώτερα ἀγαθά more splendid, Pl.R.363c. 2 high-spirited, impetuous, gay, τὸ νεανικώτατον the most dashing feat, Ar.V.1205; ἀρχὴ καλὴ καὶ ν. Pl.R.563e; γενναῖον καὶ ν. ἔρωτα Id.Ly.204e; ν. τε καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Id.R.503c; μέγα καὶ ν. φρόνημα D.3.32; οὐ γὰρ ἡγεῖτο λαμπρὸν οὐδὲ ν. Id.21.131, cf. 201. 3 in bad sense, headstrong, insolent, τὸ ν. τοῦ λόγου Pl.Grg.508d; ἢ σοῦ τις -ώτερος ib.509a; δημοκρατία ἡ -ωτάτη Arist.Pol.1296a4. 4 of things, vehement, mighty, ψῦξις -ωτάτη Hp.VM16; αἱμορραγία Id.Prorrh. 1.134; φόβος E.Hipp.1204; βούλευμα Id.Fr.185.6: freq. in later Prose, ἐπιθυμία ν. Arist.EN1148a21; βροντή Id.HA602b23; νόσημα ib.602b29; χειμών Thphr.Ign.17. II Adv. -κῶς in a youthful manner, ἐστείλαμεν ἑαυτοὺς ν. X.Eph.5.1. 2 vigorously, Ar.Pax 898; ν. βοηθεῖν τινι Pl.Tht.168c; βιαίως καὶ ν. Dsc.1.56; of things, Ph.Bel.78.29: Comp. -κωτέρως, ἀγαθός Phld.Rh.2.272 S. 3 violently, wantonly, τύπτειν, τωθάζειν, Ar.V.1307, 1362; ν. ἀκόλαστος Phld.Acad.Ind.p.47 M. 4 excessively, ν. τρομώδεα Hp.Prorrh. 1.9; ν. προσπεφυκέναι to be firmly attached to... Arist.HA530a15. [νεανικήν is trisyll. in Ar.V.1067; cf. νεανίας.]
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνῐκός: -ή, -όν, (νεάν, νεανίας) ὁ ἀνήκων εἰς νέον ἢ νεανίαν, ῥώμη Ἀριστοφ. Σφ. 1067· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἰδιοτήτων τῶν νέων· ἑπομένως, 1) ἐνεργητικός, δραστήριος, ῥωμαλέος, ζωηρός, νεανικώτατε Ἀριστοφ. Ἱππ. 611· ν. κρέας, μέγα, καλὸν τεμάχιον, γενναία μερίς, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 1137· λοπάδα νεανικήν Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11. 2) ὁρμητικός, γενναῖος, μεγαλόψυχος, φαιδρός, ὡς τὸ Λατ. superbus, τὸ νεανικώτατον, ἡ τολμηροτάτη πρᾶξις, Ἀριστοφ. Σφ. 1205· οὕτω, καλή καὶ ν. Πλάτ. Πολ. 563Ε· γενναῖον καὶ ν. ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204Ε· ν. καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 305C· νεανικώτερα, μᾶλλον ἁρμόζοντα εἰς τοὺς νέους, φαιδρότερα, ὁ αὐτ. 563C· μέγα καὶ νεανικὸν φρόνημα Δημ. 37. 10· οὐ γάρ ἡγεῖτο λαμπρόν οὐδὲ νεανικὸν ὁ αὐτ. 557. 25, πρβλ. 579. 9. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, αὐθάδης, προπετής, ἀλαζών, ἰσχυρογνώμων, ἀπερίσκεπτος, Λατ. protervus, τὸ ν. τοῦ λόγου Πλάτ. Γοργ. 508D· ἢ σοῦ τις νεανικώτερος αὐτόθι 509Α· δημοκρατία ἡ νεανικωτάτη Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 11. 4) ἐπὶ πραγμάτων, ὁρμητικός, ἰσχυρός, ὡς τὸ Λατ. validus, ῥῖγος ν. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· αἱμορραγία ὁ αὐτ. 79Β· φόβος Εὐρ. Ἱππ. 1204· βούλευμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 185· πρβλ. Meineke εἰς Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 2· συχν. παρὰ μεταγενεστ. πεζολόγοις, ἐπιθυμία ν. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 4, 4· βροντὴ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 1· νόσημα αὐτόθι 2· χειμών, ἄνεμος Θεοφρ. π. Πυρὸς 17, κτλ. ΙΙ. Ἐπίρρ. νεανικῶς, ζωηρῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 898· ν. βοηθεῖν τινι Πλάτ. Θεαίτ. 168C. 2) βιαίως, ἰσχυρῶς, τύπτειν, τωθάζειν Ἀριστοφ. Σφ. 1307, 1362. 3) ἐπὶ πραγμάτων, καθ’ ὑπερβολήν, τὰ ἐν φρενιτικοῖς νεανικῶς τρομώδεα Ἱππ. Προρρ. 68· ν. προσπεφυκέναι, στερεῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 32. [Περὶ τοῦ τρισυλλάβου τύπου νανικὸς ἴδε νεανίας ἐν τέλ.].
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de jeune homme, d’où
1 en b. part fort, robuste, généreux ; grand, fort : νεανικὸν κρέας AR beau ou gros morceau de viande ; νεανικὸς φόβος EUR grande crainte;
2 en mauv. part fougueux, hardi, téméraire;
Cp. νεανικώτερος.
Étymologie: νεανίας.