συμπλοκή
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ἡ,
A intertwining, complication, combination, τῇ [τῶν ἀτόμων] συμπλοκῇ . . πάντα γεννᾶσθαι Democr. ap. Arist.Cael.303a7, cf. Thphr.Sens.66, Sor.2.4; used by Pl. as a generic term for weaving and its kindred arts, Plt.281a, cf. 306a, al.; ἡ ἁπάντων πρὸς ἄλληλα σ. Plb.1.4.11, cf. Phld.Sign.37, D.3.8 (pl.); συνέχεια καὶ σ. Plot.3.1.4; εἱμαρμένη defined as σ. αἰτιῶν, Stoic.2.284. 2 struggle, esp. of wrestlers, ἡ ἐν ταῖς σ. μάχη a close struggle, Pl.Lg.833a, cf. Plb. 1.15.3, Gal.15.126,197; of ships, close engagement, Plb.1.27.12, 1.28.11, SIG567.11 (Calymna, iii B.C.); of cavalry, Onos.10.6. 3 embrace, sexual intercourse, Pl.Smp.191c, Arist.HA540b21, Corn. ND24, Sor.1.31, al. 4 combination of letters to form a word or of words to form a proposition, Pl.Plt.278b sq.; λόγος ἐγένετο . . ἡ πρώτη σ. Id.Sph.262c, cf. Tht.202b, D.H.Pomp.6; σ. τῶν ὀνομάτων Demetr.Lac.Herc.1113.2, cf. Phld.Po.2.33, al.; also combination of mental acts so as to form one entity, οὐδὲ σ. δόξης καὶ αἰσθήσεως φαντασία ἂν εἴη Arist.de An.428a25, cf. PA643b16; combination of subject and predicate, σ. γὰρ νοημάτων ἐστὶ τὸ ἀληθὲς ἢ ψεῦδος Id.de An.432a11, cf. Top.113a1; κατὰ συμπλοκὴν λέγεσθαι, opp. ἄνευ συμπλοκῆς, Id.Cat.1a16, cf. Stoic.2.69, etc. 5 Gramm., the copula, D.H.Dem.9. 6 Rhet., interweaving of various styles, Id.Rh.8.8: but also name of a rhet. figure, Alex.Fig.p.30S. 7 Medic., of ingredients, μετὰ τῆς πρὸς τοὺς φοίνικας σ. in combination with . ., Sor.1.50, cf. 115.
German (Pape)
[Seite 988] ἡ, Verflechtung, Verbindung; Plat. Polit. 281 a; ὀνομάτων συμπλοκὴν εἶναι λόγου ὐσίαν, Soph. 240 c; vgl. Arist. categ. 2, κατὰ υμπλοκὴν λέγεται ὁ ἄνθρωπος νικᾷ; auch κινδυνεύει τοιαύτην τινὰ πεπλέχθαι συμπλοκὴν τὸ μὴ ὂν τῷ ὄντι, Plat. Soph. 240 c; Umarmung, Conv. 191 c, auch vom Beischlaf, vom Kampfe der Ringer, u. allgemein, ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη, Plat. Legg. VIII, 833 a; oft bei Pol. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλοκή: ἡ, ἡ μεθ’ ἑτέρου πλοκή, συνδυασμός, τῇ [τῶν ἀτόμων] συμπλοκῇ... πάντα γενέσθαι Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 3. 4, 6· κεῖται παρὰ Πλάτ. ὡς γενικὸν ὄνομα τῆς ὑφαντικῆς καὶ τῶν ὁμοίων τεχνῶν, Πολιτικ. 281Α, 305Ε, κ. ἀλλ.· ἡ ἁπάντων πρὸς ἄλληλα σ. Πολύβ. 1. 4, 11. 2) ἀγών, μάλιστα τῶν παλαιστῶν, ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη, ἐκ τοῦ συστάδην, Πλάτ. Νόμ. 833Α, πρβλ. Πολύβ. 1. 15. 3· ὡσάυτως, ἐπὶ πλοίων, ἡ ἐκ τοῦ πλησίον σύγκρουσις, ναυμαχία, ὁ αὐτ. 1. 27, 12., 1. 28, 11. 3) ἐναγκαλισμός, σαρκικὴ μῖξις, Πλάτ. Συμπ. 191C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5. 4) συνδυασμὸς γραμμάτων πρὸς σχηματισμόν λέξεως, ἢ λέξεων πρὸς σχηματισμὸν προτάσεως, Πλάτ. Πολιτικ. 278Β, κἑξ.· λόγος ἐγένετο... ἡ πρώτη σ. ὁ αὐτ. εἰς Σοφ 262C, πρβλ. Θεαίτ. 202Β ὡσαύτως συνδυασμὸς ἐνεργειῶν διανοητικῶν εἰς σχηματισμὸν μιᾶς ἐννοίας, οὐδὲ σ. δόξης καὶ αἰσθήσεως φαντασία ἂν εἴη Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 3. 9, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 15, Τοπ, 2. 7, 2· ― ὁ συνδυασμὸς ἢ σύνδεσις ὑποκειμένου καὶ κατηγορουμένου, σ. γὰρ νοημάτων ἐστὶ τὸ ἀληθὲς ἢ ψεῦδος ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 3. 8, 6· κατὰ συμπλοκὴν λέγεσθαι, ἀντίθετ. τῷ ἄνευ συμπλοκῆς, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 2, 1, κτλ. 5) παρὰ τοῖς γραμμ., σύνδεσμος.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
entrelacement :
1 union, liaison;
2 embrassement, relations sexuelles;
3 engagement, lutte;
4 t. de gramm. et de log. combinaison de lettres pour former des mots, de mots pour former des propositions ; particul. combinaison du sujet et de l’attribut.
Étymologie: συμπλέκω.