θρώσκω
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
German (Pape)
[Seite 1221] (oder nach E. M θρῴσκω, für θροΐσκω, = θορίσκω), fut. θοροῦμαι, aor. ἔθορον, conj. θόρω, dah. Od. 22, 303 auch mit Bekker θόρωσιν für das noch von Wolf beibehaltene θορῶσιν zu schreiben; springen, hüpfen, πηδᾶν VLL.; χαμᾶζε θορών, vom Wagen auf die Erde, Il. 10, 528; θρώσκων Iliad. 15, 684. 21, 126; vom Pfeil, der von der Bogensehne fliegt, 15, 314. 16, 773; von Bohnen u. Erbsen, die von der geschwungenen Wurfschaufel fliegen, 13, 589; ἐπί τινι, feindlich gegen Einen anspringen, anstürmen zum Angriff, 8, 252. 15, 380; ἔν τινι, 5, 161; – ἐπὶ δ' ἱππείου θόρε δίφρου, er sprang auf den Wagen, Hes. Sc. 321; den aor. II. hat Pind. P. 4, 26. 9, 123; übertr. Aesch. Choeph. 846 δειματούμενοι λόγοι πεδάρσιοι θρώσκουσι, wie exsultare; ἐγγὺς ἀρτίπους θρώσκει δόμους, er eilt, Soph. Tr. 58; vom Ruder, ἁ δ' εὐήρετμος χερσὶ παραπτομένα πλάτα θρώσκει O. C. 722; von der Krankheit, anfallen, θρώσκει δ' αὖ, θρώσκει δειλαία, ἀγρία νόσος Tr. 1022; ἐπὶ ματέρος ἀγκάλαισιν θρώσκων Eur. I. T. 1251; ἐπὶ κλίμακος θορών 1382; sp. D., θόρεν ἐς Τῖφυν Ap. Rh. 1, 1296. – Auch bespringen, befruchten, τίκτει δ' ὁ θρώσκων Aesch. Eum. 630, wie frg. 13; Hesych. ὀχεύω, ἔγκυον ποιῶ.
Greek (Liddell-Scott)
θρώσκω: (κάλλιον θρῴσκω Ἐτυμ. Μ. 456, 49) Ἰλ. Ν. 589, Αἰσχύλ. Χο. 846, Εὐμ. 660 (πρβλ. ἐκθρώσκω): Ἐπικ. παρατατ. θρῶσκον Ἰλ. Ο. 314: μέλλ. θοροῦμαι, Ἰων. γ΄ πληθ. θορέονται (ὑπερ-) Ἰλ. Θ. 179, Αἰσχύλ. Ἱκ. 874: ἀόρ. ἔθορον (ἐκ-) Ἰλ. Η. 182, κτλ., Ἐπ. θόρον Ἰλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 321, ὑποτακτ. θόρω Ὀδ. Χ. 303, ἀπαρέμφ. θορεῖν (ἀνα-) Ξεν. Λακ. 2, 3, Ἰωνικ. θορέειν (ὑπερ-) Ἰλ. Μ. 53, Ἡρόδ. 6. 134· ἀκολούθως, ἔθρωξα (ἀν-) Ὀππ. Ἁλ. 3. 293: - ὁ τύπος ὁμοιάζει πρὸς τοὺς τύπους βλώσκω, μολοῦμαι, ἔμολον. Ἐκ τῆς √ΘΟΡ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ., παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις θορή, θορός, θόρνυμαι, καὶ πιθαν. αἱ λέξ. θοῦρος, θούριος, μετὰ τῶν Λατ. furere, furia, πρβλ. Θ. θ Ι. 2) Ποιητ. ῥῆμα, ἅλλομαι, πηδῶ, χαμᾶζε θορὼν Ἰλ. Κ. 528· ἐκ δίφροιο Θ. 320· ἀπὸ λέκτροιο Ὀδ. Ψ. 32· ἰχθῦς θρώσκων Ο. 314, 470., ΙΙ. 773· ἐπὶ κυάμων ἀναρριπτομένων ἐκ τοῦ λικμιστικοῦ πτύου, ἀπὸ πτυόφι... θρώσκουσι κύαμοι Ν. 589, πρβλ. ἐκθρώσκω∙ - ἐπὶ τῆς κώπης, Σοφ. Ο. Κ. 717. 2) ἑπομένης προθέσεως, ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ προσβάλλω, ἐπὶ Τρώεσσι θόρον Ἰλ. Θ. 252. Ο. 380∙ ἐπί τινα Ἀππολ. Ρόδ. Α. 1296∙ θρ. πλησίον τινὸς Εὐρ. Ὀρ. 257∙ πρβλ. ἐνθρώσκω∙ (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ὅμ. ἔχει ἀείποτε ἀόρ.: ἡ λέξις εἶναι σπανία ἐν τῇ Ὀδ.): - ἐπὶ νόσου ἐπανερχομένης περιοδικῶς, προσβάλλω, θρῴσκει δ’ αὗ… ἀγρία νόσος Σοφ. Τρ. 1028. 3) καθόλου, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, Πίνδ. Π. 9. 212∙ πεδίον, ἀνὰ τὴν πεδιάδα, Εὐρ. Βάκχ. 874∙ σπεύδω πρός, θρῴσκει δόμους Σοφ. Τρ. 58∙ - μεταφ., λόγοι πεδάρσιοι θρῴσκουσι, ἀναπηδῶσιν εἰς τὸν ἀέρα, δηλ. ἐξαφανίζονται, Αἰσχύλ. Χο. 846. ΙΙ. μεταβ., ὡς τὸ θόρνυμαι, «θρῴσκων κνώδαλα∙ ἐκθορίζων, καὶ σπερματίζων. γεννῶν. Αἰσχύλ. Ἀμυμώνη» Ἡσύχ., (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 15)∙ ὁ θρῷσκων ὁ ἄρρην, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 660∙ πρβλ. θορός, θορή.
English (Autenrieth)
ipf. θρῶσκον, aor. ἔθορον, θόρον, part. θορών: spring, leap up, freq. in hostile sense with ἐπί or ἐν, Θ 2, Il. 5.161; also fig., of arrows, plants, lots, etc.