πύλη

From LSJ
Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύλη Medium diacritics: πύλη Low diacritics: πύλη Capitals: ΠΥΛΗ
Transliteration A: pýlē Transliteration B: pylē Transliteration C: pyli Beta Code: pu/lh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, prop.

   A one wing of a pair of double gates, ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέρην π. Hdt.3.156: mostly in pl., gates of a town (whereas θύρα = house-door), Σκαιαὶ π. Il.3.145, etc.; π. εὖ ἀραρυίας 7.339; πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας 12.454; πεπταμένας ἐν χερσὶ π. ἔχετε 21.531; ἄνεσάν τε π. καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας ib.537; π. ἀνοῖξαι A.Ag.604; π. κλῇσαι Pl.R.560c (the Art. is freq. omitted even in Prose): pl. of several gates, A.Th.125; ἐν πύλαις in or at the gates, ib.160,213 (both lyr.), al.; πρὸς πύλαις ib.377,457; ἐπὶ ταῖς πύλαισιν, οὗ τὸ τάριχος ὤνιον Ar.Eq.1247.    2 in Trag. sts. of the house-door, δωμάτων πύλαι A.Ch.732, cf. 561; γυναικείους π. gate or door leading to the women's apartments, ib.878; πύλαις διπλαῖς ἐνήλατο S.OT1261; ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν Id.Ant.18: also in sg., ib.1186, El.818; of the door of a tent, Id.Aj.11; πύλης ἄναξ θυρωρέ Id.Fr.775.    3 πύλαι Ἀΐδαο the gates of the nether world, periphr.for hell, Il.5.646,9.312, Od.14.156; Ἅιδου πύλαι A.Ag.1291, cf. Ev.Matt.16.18, etc.; also σκότου πύλαι E.Hec.1; νερτέρων π. Id.Hipp.1447.    4 custom-house, PTeb.5.34 (ii B.C.); τετελώνηται διὰ πύλης has paid the customs, BGU1592(iii A.D.), etc.; τὸ σύμβολον τῆς ἱερᾶς Συηνιτικῆς π. PStrassb.79.10 (i B.C.); μισθωταὶ ἱερᾶς π. Σοήνης Ostr.106(ii A.D.), al., cf. Ostr.Bodl.v C 1 (ii A.D.),    II generally, entrance, orifice, ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Emp.100.19; ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ath.4.169a; πύλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Pl.Smp.218b; ἡλίου πύλαι, Pythag. name for the eyes, D.L.8.29; portal fissure of the liver, π. καὶ δοχαὶ χολῆς E.El.828, cf. Hp.Epid. 2.4.1, Anat.1, Pl.Ti.71c, Arist.HA496b32, Gal.15.145; portal vein of the liver, Ruf.Onom.179, Gal.2.785,5.542.    b pl., of the carceres in the circus, Aristid.1.124J.    c metaph., πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν Pi.O.6.27; ἐπέων π. B.Fr.4; ἐν πύλαις γήρως D.C.57.24, cf. 76.7.    2 entrance into a country through mountains, pass, Hdt.5.52: hence, Πύλαι, αἱ, the common name for Θερμοπύλαι, the Gates of Greece, Id.7.201, etc.: of other passes, π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας X.An.1.4.4; αἱ Σύριαι π. ib.5; αἱ Κάσπιαι π. Str.11.12.1; π. Λύδιαι Id.13.1.65; Ἀμανίδες π. Id.14.5.18, 16.2.8 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Arr.An.2.7.1): these passes were sometimes really barred by gates, Hdt.7.176, cf. 3.117, 5.52, X. l.c.: the Isthmus is called πόντοιο πύλαι, Pi.N.10.27; Κορίνθου π. Id.O.9.86; αἱ π. τῆς Πελοποννήσου X.Ages.2.17; Πέλοπος νάσου θεόδματοι π. B.p.437 J.    3 of narrow straits, by which one enters a broad sea, Πύλαι Γαδειρίδες the Straits of Gibraltar, Pi.Fr.256; ἐπ' αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., of the Thracian Bosporus, A.Pr.729; ἐν πύλαις, of the Euripus, E.IA803.

German (Pape)

[Seite 817] ἡ, Thür, Thor der Stadt; Σκαιαὶ πύλαι, Il. 3, 145 u. oft; Δαρδάνιαι, 5, 798; des Lagers, πύλας ποιήσομεν εὖ ἀραρυίας, 7, 339; des Hauses u. Zimmers; bei Hom. u. Hes. nur im plur., wobei vielleicht an Flügelthüren zu denken ist; ἰθὺς σανίδων, αἵ ῥα πύλας εἴρυντο πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, Il. 12, 454, vgl. 18, 275, ὑψηλαί τε πύλαι, σανίδες τ' ἐπὶ τῇς ἀραρυῖαι; vgl. noch πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετε, geöffnet, 21, 531; ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας, ib. 537; auch οὐρανοῦ, 5, 749; u. ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν, 9, 312 Od. 14, 156, d. i. wie der Tod; πύλας Ἀΐδαο περήσειν, Il. 5, 646, in's Reich der Todten eingehen werden; τὰν Ἀΐδαο πύλαν ἀραξεῖ, Theocr. 2, 160; Pind. οἰχθεισᾶν πυλᾶν, N. 1, 41, u. öfter, immer im plur.; auch übertr., πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν, Ol. 6, 27; Aesch. u. Eur. immer im plur., πύλας ἀνοῖξαι, Ag. 590, Spt. oft; Soph. auch im sing., Ai. 11, κλῇθρ' ἀνασπάστου πύλης χαλῶσα Ant. 1171, häufiger aber im plur.; auch in Prosa im sing., der eine von zwei Thürflügeln, ἑτέρην πύλην παρακλίνας, Her. 3, 156; κλῄσαντες τὰς τοῦ βασιλικοῦ πύλας, Plat. Rep. VIII, 560 e; – auch übertr., πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε, Conv. 218 b; – ein Theil der Leber, Tim. 71 e; – Paß, im Gebirge, Her. 5, 52; Xen. An. 1, 4, 4; s. N. pr.; – überh. Oeffnung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πύλη: [ῠ], ἡ, κυρίως τὸ ἕτερον ἐκ τῶν φύλλων διφύλλου πύλης, ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέραν πύλην Ἠρόδ. 3. 156˙ ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ πύλαι πόλεως, ἀντίθετον τῷ θύρα (οἰκίας θύρα), Σκαιαὶ πύλαι Ἰλ. Γ. 145, κτλ.· πύλας εὖ ἀραρυίας Η. 339˙ πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας Μ. 454˙ πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετε Φ. 531˙ ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας Φ. 537˙ πύλας ἀναπιτνάμεν, ανοῖξαι Πινδ. Ο. 6. 45, Αἰσχύλ. Ἀγ. 604˙ κλῇσαι Πλάτ. Πολ. 560C· παρατηρητέον δὲ ὅτι τὸ ἄρθρ. συχνάκις καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἔτι παραλείπεται˙ - παρὰ Σοφ. ἐνίοτε καὶ καθ’ ἑνικόν, Ἀντ. 1186, Αἴ. 11, Ἠλ. 818, καὶ ὁ πληθ. ἐνίοτε κεῖται ἐπὶ πολλῶν πυλῶν, Αἰσχύλ. Θηβ. 125˙ - ἐν πύλαις, κατὰ τὰς πύλας, αὐτόθι 160, 213, κ. ἀλλ.˙ πρὸς πύλαις αὐτόθι 377, 457˙ - αἱ πύλαι τῆς πόλεως ἦτο τόπος ἔνθα κοινῶς συνήρχοντο πρὸς πωλήσεις καὶ ἀγοράς, κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1246. 2) παρὰ τοῖς Τραγ., ἐνίοτε λέγεται ἐπὶ τῆς θύρας οἰκίας, δωμάτων πύλαι Αισχύλ. Χο. 732, πρβλ. 561˙ γυναικείους π., τὴν θύραν τὴν ἄγουσαν εἰς τὸν γυναικῶνα, αὐτόθι 878˙ πύλαις διπλαῖς ἐνήλατο Σοφ. Ο. Τ. 1244˙ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 18˙ ἐπὶ τῆς θύρας σκηνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 11˙ οὕτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1186˙ πύλης ἄναξ θυρωρὲ ὁ αὐτ. ἐν τῷ Φλωρεντιαν Ἐτυμολογ. ἐν Mélanges de litt. Gr. σ. 32 3) Ἀΐδαο πύλαι, περίφρ. ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, δηλ. τοῦ ᾅδου, Ἰλ. Ε. 646., Ι. 312, Ὀδ. Ξ. 150˙ Ἅιδου πύλαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1291, κτλ.˙ οὕτω, σκότου πύλαι Εὐρ. Ἑκ. 1˙ νερτέρων π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1447. ΙΙ. καθόλου, εἴσοδος, ἄνοιγμα, στόμιον, ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Ἐμπεδ. 361˙ ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ἀθήν. 169Α˙ πύλας τοῖς ὠσὶ ἐπιτίθεσθαι Πλάτ. Συμπ. 218Β˙ ἐπὶ τοῦ ἥπατος, π. καὶ δοχαὶ χολῆς, τὸ στόμιον τῆς χοληδόχου κύστεως, Εὐρ. Ἠλ. 828, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 71C, Ἀριστ. Π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 12. 2) ἡ εἴς τινα χώραν εἴσοδος διὰ μέσου ὀρέων, ὀρεινὴ διάβασις, Ἡρόδ. 5. 52˙ - ἐντεῦθεν, Πύλαι, αἱ, τὸ κοινὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ Θερμοπύλαι, ἡ παρὰ τὰ ὄρη εἴσοδος ἐκ Θεσσαλίας εἰς τὴν Λοκρίδα θεωρουμένη ὡς ἡ πύλη τῆς Ἑλλάδος, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 7. 176, 201˙ οὕτω, π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας, ἐπὶ τῆς μεταξὺ τῶν ὀρέων διόδου ἀπὸ τῆς Συρίας εἰς τὴν Κιλικίαν, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4˙ αἱ Σύριαι π. αὐτόθι 5, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 52˙ ὡσαύτως, Κασπίαις πύλαις Στράβ. 520˙ πύλαι Λύδιαι ὁ αὐτ. 613˙ Ἀμανίδες π. ὁ αὐτ. 676, 571 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Ἀρρ. Ἀν. 2. 7)˙ - (ἐνίοτε δὲ αἱ δίοδοι αὖται καὶ πράγματι ἐκλείοντο διὰ πυλῶν, Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 117., 5. 52, Ξενοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.)˙ - οὕτως ὁ Ἰσθμὸς καλεῖται Πόντοιο πύλαι, Πινδ. Ν. 10. 50 ἢ Κορίνθου π., ὁ αὐτ. Ο 9. 129˙ ἢ αἱ π. τῆς Πελοποννήσου, Ξεν. Ἀγησ. 2. 17˙ ἢ Πέλοπος νάσου θεόδματοι πύλαι Βακχυλ. Ἀποσπ. 28 [7] Blass, ἴδε πυλωρὸς Ι. 3) ὡσαύτως ἐπὶ στενοῦ πορθμοῦ, δι’ οὖ τις εἰσέρχεται εἰς εὐρεῖαν θάλασσαν, Πύλαι Γαδειρίδες, ὁ πορθμὸς τοῦ Γιβραλτάρ, Πινδ. Ἀποσπ. 155˙ οὕτως, ἐπ’ αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., ἐπὶ τοῦ Θρᾳκικοῦ Βοσπόρου, Αἰσχύλ. Πρ. 729˙ ἐν πύλαις, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Εὐρ. Ι. Α. 803.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
A. n. comm. :
I. au sg. battant d’une porte, p. ext. porte;
II. αἱ πύλαι porte (d’une maison ou d’un palais, d’une tente, d’un camp, de tours, de fortifications, d’une ville) ; particul. à Troie les portes Scées (v. Σκαιαί);
III. p. ext. passage en gén. :
1 en parl. de désignation géograph. isthme, détroit, canal, écluse, défilé d’une montagne;
2 en parl. d’organes (un vaisseau du foie, etc.);
3 fig. πύλαι πολέμου PLUT portes de la guerre, etc.
B. noms de lieu : v. Πύλαι.
Étymologie: pê de la R. Πελ. agiter, pousser ; cf. lat. pello.

English (Autenrieth)

gate, gates, always pl., with reference to the two wings. Poetically Ἀίδᾶο (periphrasis for death), οὐρανοῦ, Ὀλύμπου, Ἠελίοιο, ὀνείρειαι, ὀνείρων, Od. 4.809, Od. 19.562, Ε , Od. 14.156.