λήκυθος

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήκῠθος Medium diacritics: λήκυθος Low diacritics: λήκυθος Capitals: ΛΗΚΥΘΟΣ
Transliteration A: lḗkythos Transliteration B: lēkythos Transliteration C: likythos Beta Code: lh/kuqos

English (LSJ)

(Dor. λάκυθος [ᾱ] IG42(1).123.130 (Epid., iv B.C.)), ἡ,

   A oil-flask, δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Od.6.79, cf. 215, Hp. Morb.4.51, Ph.Bel.102.41, etc.; casket for unguents, cosmetics, etc., S.Fr.130; αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ar.Pl.810, cf. Fr.207; buried or burnt with the dead, Id.Ec.538, 996, 1032, cf. IG14.865, CIG 8346k.    2 in pl., rhetorical bombast, Cic.Att.1.14.3, Plin.Ep.1.2.4.    II projecting cartilage on the gullet, Adam's apple, = βρόχθος, Clearch.72.

Greek (Liddell-Scott)

λήκῠθος: ἡ, ἐλαιδόχον ἀγγεῖον, κοινῶς «ῥοΐ», ἀγγεῖον ἐλαίου, δῶκε δὲ χρυσείῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Ὀδ. Ζ. 79, πρβλ. 215, Ἀριστοφ. Πλ. 810, κτλ.· μυροθήκη, ἀρωματοθήκη, κτλ., Λατ. arcula pigmentorum, Σοφ. Ἀποσπ. 133· αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ἀριστοφ. Πλ. 810, πρβλ. Bgk. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14 (παρὰ Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 1043)· -ἐζωγραφημένα ἀγγεῖα τοιούτου εἴδους συνεθάπτοντο ἢ συνεκαίοντο μετὰ τοῦ νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 538, 996, 1032, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8337, 8346k· - παρὰ Σιμων. 15, Ζακύνθῳ διορθοῦται ἀντὶ λακύθῳ. 2) ἐν τῷ πληθ., ῥητορικὰ σχήματα, ἐπιτήδευσις περὰ τὸν λόγον, ῥητορικὸς καλλωπισμός, τραγικαὶ φράσεις, Κικ. π. Ἀττ. 1. 14, 3, Πλιν. Ἐπιστ. 1. 2· πρβλ. λυκήθειος, ληκυθίζω, ἐπιληκυθίστρια· οὕτως ampullae, ampullari παρ’ Horat. Λ. Ρ. 97, Epistt. 1. 3, 141. - ἡ χρῆσις αὕτη τῆς λέξεως φαίνεται ὅτι κατέστη παροιμιώδης ἐκ τοῦ σκώμματος περὶ τῶν στίχων τοῦ Εὐριπίδ. παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1200-1247, πρβλ. ληκύθιον ΙΙ. ΙΙ. ὁ προέχων χόνδρος τοῦ λάρυγγος, τὸ μῆλον τοῦ Ἀδάμ, τὸ «καρῦδι», ἀλλαχοῦ βρόχθος, Λατ. gurgulio, Κλέαρχ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἱππ. Ἐλάττ. 368C.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
I. petit vase, particul. :
1 burette à huile;
2 lécythe, fiole à parfums, à onguents;
3 fig. enflure de style, mots emphatiques, style ampoulé (cf. lat. ampulla);
II. cartilage saillant de la gorge, pomme d’Adam (d’ord. βρόχθος).
Étymologie: DELG t. techn. qui risque d’être emprunté.

English (Autenrieth)

oil-flask, Od. 6.79 and 215.