ἔρανος
English (LSJ)
ὁ,
A meal to which each contributed his share, picnic, εἰλαπίνη ἠὲ γάμος ; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ' ἐστίν Od.1.226, cf. 11.415 : metaph., Pl.Smp.177c. 2 generally, feast, festival, Pi.O.1.38 ; πολύθυτος ἔ. Id.P.5.77 ; wedding-banquet, ib.12.14, Pherecyd.11 J.; ἔρανον εἰς θεοὺς..ἐποίεις E.Hel.388. II loan raised by contributions for the benefit of an individual, bearing no interest, but recoverable at law, in instalments, παρὰ τῶν φίλων ἔ. συλλέξαι Antipho 2.2.9, cf. Thphr.Char.22.9 ; κομισόμενος τὸν ἔ. recover the loan, Arist.Ph.196b34 ; ἔ. εἰσενεγκεῖν τινι Thphr.Char.15.7, Philem.213.14 ; ἔ. τινι εἰς τὰ λύτρα εἰσφέρειν D.53.8 ; ἔ. εἰς ἐλευθερίαν Id.59.31, cf. GDI2317 (Delph.), al.; ἔ. ἀναλαμβάνειν BGU 1165.16 (i B. C., with mention of interest); ἔ. εἰκοσίμνως Lys.Fr.19 ; πεντακοσιόδραχμος SIG1215.5 (Myconos); διτάλαντον εἶχες ἔ. [δωρεὰν] παρά τινων D.18.312 : in pl., debts thus contracted, Ar.Ach.615 (prob.), Hyp.Ath.9 ; τοὺς ἐ. διενεγκεῖν pay off such debts, Lycurg.22 ; ἐράνους λέλοιπε he has left repayment-instalments unpaid, D.27.25 ; ἔ. συνεφήβοις ἀπενεγκεῖν (cf. infr. III) Luc. DMeretr.7.1. 2 metaph, τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι· καὶ γὰρ ἄνδρας εἰσφέρω (spoken by Lysistrata), Ar.Lys.651 ; δεῖ τοῖς γονεῦσι τὸν ὡρισμένον ἐξ ἀμφοτέρων ἔ. καὶ παρὰ τῆς φύσεως καὶ παρὰ τοῦ νόμου δικαίως φέρειν D.10.40, cf. 21.101, Isoc.10.20, Pl.Lg.927c ; κάλλιστον ἔ. [τῇ πόλει] προϊέμενοι Th.2.43, cf. X.Cyr.7.1.12, Ph.2.553, etc.: generally, favour, service, esp. one which brings a return, κάλλιστον ἔ., δοὺς γὰρ ἀντιλάζυται E.Supp.363 ; ἔ. ἀντιλαμβάνειν Arist.Pol.1332b40 ; ἀποδοῦναι Alex.280 ; ironically, τὸν αὐτὸν ἔ. ἀποδοῦναι 'pay him back in his own coin', D.59.8. III a permanent association apparently religious in character (cf. ἐρανιστής), IG12(1).155.12 (Rhodes, ii B.C.), 22.1369 (Athens, ii A. D.); ἔ. συνάγειν Μηνὶ Τυράννῳ ib.3.74 ; καλεῖται ὁ αὐτὸς καὶ ἔ. καὶ θίασος Ath.8.362e ; functioning as a friendly society, Plin.Ep.Trai.92 ; it could apparently lend to a non-member, ὅρος χωρίων ὑποκειμένων τῷ ἐ. καὶ τῷ ἀρχεράνῳ SIG1198 (Amorgos, iii B. C.), cf. BGU1133-6 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 1017] ὁ (ἐράω, Ath. VIII, 362 e ἔρανοί εἰσιν αἱ ἀπὸ τῶν συμβαλλομένων εἰσαγωγαί, ἀπὸ τοῦ συνερᾶν καὶ συμφέρειν ἕκαστον, od. ἔραμαι), – 1) eine Mahlzeit, wozu jeder Theilnehmer seinen Bei-trag gab, Od. 1, 226, wo der Ggstz ist γάμος u. εἰλαπίνη (vgl. 11, 4141, aus dem hervorgeht, daß es ein einfacheres od. gewöhnliches Mahl mit regelmäßigen Theilnehmern ist. Uebh. Schmaus, ἄγειν πολύθυτον ἔρανον Pind. P. 5, 72, vgl. 12, 14; Eur. Hel. 398. – 2) eine Gesellschaft, deren Theilnehmer monatlich einen gewissen Beitrag zahlen u. davon einen Schmaus veranstalten, aber auch andere, bes. politische Zwecke verfolgen, die bes. in allen demokratischen Staaten vorhanden waren, Klub, zuweilen un-seren Gilden und Zünften, zuweilen den Aktiengesellschaften entsprechend; auch Vereine zu gegenseitiger Unterstützung in der Noth, wo der Unterstützte, wenn er in eine bessere Lage kam, verpflichtet war, das, was er vom Vereine erhalten hatte, zurückzuerstatten, vgl. Böckh Staatshh. I S. 264; Meier u. Schömann att. Proceß S. 541 ff. – 3) der Beitrag, den man als Mitglied einer solchen Gesellschaft zu entrichten hat, ἔρανον εἰσφέρειν τινί, seinen Beitrag, bes. zur Unterstützung Jemandes geben, ihm beistehen, Plat. Conv. 177 c; Legg. XI, 027 c; δεῖ γὰρ τοῖς γονεῦσι τὸν ὡρισμένον ἐξ ἀμφοτέρων ἔρανον καὶ παρὰ τῆς φύσεως καὶ παρὰ τοῦ νόμου δικαίως φέρειν Dem. 10, 40; συνεισφέρειν D. Hal. rhet. 2, 1; ἀποφέρειν Luc. D. Meretr. 7, 1; ἔρανον παρὰ τῶν φίλων συλλέξας, einen Unterstützungsbeitrag einsammeln, Antiph. 2 β 9; Dem. 59, 31; wer die bestimmten Beiträge nicht entrichtete, wurde bestraft, vgl. Dem. 25, 21; ἐράνους λέλοιπε πλείστους καὶ ὑπέρχρεως γέγονε 27, 25; ἐξ ἐράνων ὀφλήματα Is. 11, 43; ὑπ' ἐράνου τε καὶ χρεῶν Ar. Ach. 615, wo der Schol. zu vgl.; Lys. 651, wo es auf Beiträge geht, welche die Bürger während der Perserkriege an den Staat entrichteten; ἔρανον αἰτεῖν, eine Unterstützung fordern, Luc. Tim. 45; συνδιαλύεσθαι, für Jem. die Beiträge mit entrichten, Dem. enc. 46. – Uebh. Liebesdienst, Gefälligkeit, Eur. Suppl. 375; κάλλιστον ἔρανον τῇ πόλει προΐεσθαι Thuc. 2, 43; εἰς τίνα ποτ' ἂν καλλίονα ἔρανον ἀλλήλους παρακαλέσαιμεν Xen. Cyr. 7, 1, 12; Folgde; νομίζειν ὀφείλειν τοῦτον τὸν ἔρανον ἀνθ' ὧν ἐκεῖνος αὐτῷ συνεκινδύνευσε Isocr. 10, 20; τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναί τινι, die empfangene Wohlthat vergelten, D. Hal. rhet. 6, 5; ironisch, mit gleicher Münze bezahlen, Dem. 59, 8. – Gegenseitige Schuldverpflichtung, Pfandschein, ἐράνους διενεγκεῖν, ein Pfand auslösen, Lycurg. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρᾰνος: ὁ, τὸ διὰ συνεισφορᾶς δεῖπνον, ὅπερ ἐκαλεῖτο καὶ συμβολή, Λατ. cocna collaticia, φαίνεται δὲ ὅτι ἦτο λιτὸν δεῖπνον, διότι τίθεται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰλαπίνη, ὅπερ ἐσήμαινε μεγάλην εὐωχίαν, εἰλαπίνη ἦε γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ’ ἐστὶν (ἴδε εἰλαπίνη) Ὀδ. Α. 226 (ἔνθα ἴδε Nilzsch), πρβλ. Λ. 414: παρὰ Πινδ., συμπόσιον, πανήγυρις, ἑορτή, Ο. 1. 59· πολύθυτος ἔρ. ὁ αὐτ. Π. 5. 103· ἔρανον εἰς θεούς… ἐποίεις Εὐρ. Ἑλ. 388· ἔρανον σύν ἐφήβοις ἐπενεγκεῖν Λουκ. Ἐταιρ. Διάλ. 7. 1. 2) πᾶσα συνεισφορά, Λατ. symbola, οἵας οἱ Ἀθηναῖοι ὤφειλον νὰ συνεισφέρωσι πρὸς συντήρησιν τῶν πτωχῶν ἢ διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς πόλεως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 615, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ., ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 651-3· ἐξ οὗ ὁ Πίνδ. καλεῖ τὴν κεφαλὴν τῆς Μεδούσης, ἥν ὁ Περσεὺς ἔδωκεν εἰς τὸν Πολυδέκτην λυγρὸν ἔρανον, Π. 12. 25· εράνους λέλοιπε, δὲν κατέβαλε τὰς συνεισφοράς, Δημ. 821. 14, πρβλ. Ἰσαῖ. 88. 28· ἀκολούθως, καθόλου, συνεισρορὰ γινομένη ὑπὸ φίλων πρὸς ὑποστήριξιν ἢ βοήθειάν τινος ἐν δυσκολίαις εὑρισκομένου, φιλικὸν δάνειον, ἔρ. εἰσφέρειν τινί Πλάτ. Συμπ. 177C, Νόμ. 927C· συλλέγειν Ἀντιφ. 117. 19· αἰτεῖν Λουκ. Τίμ. 45· ἔρανον φέρειν ἁπλῶς, συνεισφέρειν ἐλευθέρως, Δημ. 142. 1., 547. 10· διτάλαντον εἶχες ἔρανον παρὰ τῶν ἡγεμόνων τῶν συμμοριῶν ὁ αὐτ. 329. 17· τοὺς ἐράνους διαφέρειν, ἀποτίνειν τὰς ὀφειλάς. Λυκοῦργ. 150. 8. 3) εὐμένεια, χάρις, Ἰσοκρ. 212Α· χάρις, ἣν μάλιστα ὁ εὐεργετηθεὶς μέλλει νὰ ἀνταποδώσῃ, κάλλιστον ἔρανον· δοὺς γὰρ ἀντιλάζυται Εὐρ. Ἱκέτ. 363, πρβλ. Θουκ. 2. 43, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 47. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14, 5· εἰρωνικῶς, τὸν αὐτὸν ἔρ. ἀποδοῦναι, ἀποδοῦναι τὰ ἴσα, Δημ. 1348. 3. ΙΙ. ἐταιρεία ἀνθρώπων συνεισφερόντων εἰς κοινὸν ταμεῖον πρός τινα σκοπόν, «σύλλογος», πρβλ. Δημ. 329. 15· τὰ μέλη τοιούτου συλλόγου ἐκαλοῦντο ἐρανισταί, Συλλ Ἐπιγρ 126, κ. ἀλλ., καὶ ὁ πρόεδρος αὐτῶν ἐκαλεῖτο ἀρχερανιστής, αὐτόθι 2525b. Οἱ σύλλογοι οὗτοι συνήθως ἐλάμβανον πολιτικόν χαρακτῆρα· ἐνίοτε ἀπετέλουν σωματεῖα κατέχοντα περιουσίαν καὶ ἐξήσκουν μεγάλην ἐπίδρασιν εἰς τὰς Ἑλληνικὰς δημοκρατίας· περὶ τῶν διαφόρων ἐράνων ἴδε Casaub. Θεοφρ. Χαρακτ. 15, Böckh P. E. 1. 328, Att. Process σελ. 540 κἑξ. (Πιθανῶς συγγενὴς τῷ ἐράω, ἔραμαι, ἴδε Ἀθήν. 362Ε). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἔρανον· συνεισφορά, δῶρον. εὐωχία, ἢ ἀνὰ μέρος δεῖπνον. ἢ ἐκ συμβολῆς δεῖπνον».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
repas frugal où chacun apporte sa quote-part, d’où
1 repas par écot;
2 quote-part, contribution volontaire, souscription (pour les indigents, pour les besoins publics), cotisation d’amis pour secourir un des leurs;
3 p. ext. secours, assistance, bon office;
4 association en vue d’un but commun ; particul. association publique, sorte de cercle ou de club.
Étymologie: DELG étym. obscure.
English (Autenrieth)
picnic, Od. 1.226. (Od.)