στρουθός

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρουθός Medium diacritics: στρουθός Low diacritics: στρουθός Capitals: ΣΤΡΟΥΘΟΣ
Transliteration A: strouthós Transliteration B: strouthos Transliteration C: strouthos Beta Code: strouqo/s

English (LSJ)

ὁ, also ἡ (v. infr.), (στροῦθος acc. to Chares ap.Hdn.Gr. 1 p. xix L.)

   A sparrow, Fringilla domestica, Il.2.311 (fem.), Sapph.1.10, Hdt.1.159, Ar.V.207, Av.578, Epich.45, Ael.NA17.41, Edict.Diocl.4.35, etc.; οἱ μικροὶ σ. Gal.6.700; interpol. in κατάμομφα δὲ φάσματα στρουθῶν A.Ag.145 (lyr.).    2 σ. αἱ μεγάλαι ostriches, X. An.1.5.2, cf. Gal.6.702, POxy.920.8 (ii/iii A.D.); οἱ μεγάλοι σ. Gal.6.788: also σ. κατάγαιος (i.e. the bird that runs, does not fly), Hdt.4.175,192; χερσαῖος Ael.NA14.13; ὁ σ. ὁ Λιβυκός Arist.PA695a17, 697b14, etc.; ὁ ἐν Λιβύῃ Id.HA616b5; ὁ Ἀράβιος Heraclid.Cum.2: simply στρουθός, ἡ, Ar.Ach.1105, Av.875; ὁ, Luc.Dips.6.    3 of the mythic birds of Lake Stymphalus, IG14.1293C.    4 σ. κατοικάς hen, Nic.Al.60,535.    II a flat fish, flounder, Pleuronectes flesus, Ael.NA14.3.    III σ., ὁ, a plant, = στρούθειον, Thphr.HP9.12.5.    IV σ., ὁ, lewd fellow, lecher, Hsch. (Hsch. cites a form στροῦς: a form *τρουθός may perh. be inferred from the pr. name Τρούθων IG12(9).249B75 (Eretria, iii B.C.), compared with Στρούθιππος ib.241.83 (ibid., iv B.C.); cf. στρούθειος 1.1.)

German (Pape)

[Seite 956] ὁ, auch ἡ, att. στροῦθος, vgl. Schol. Ar. Av. 876, jeder kleine Vogel, bes. der Sperling, Spatz, Il. 2, 311 ff, wo das fem. gebraucht ist; masc. bei Her. 1, 159; στρουθὸς ἀνὴρ γίγνεται, Ar. Vesp. 208; Lys. 723 Av. 578; übh. Vogel, Aesch. Ag. 143; – ἡ στροῦθος ist auch der Strauß, Ar. Av. 874 Ach. 1070; eigtl. ἡ μεγάλη στροῦθος, der große Vogel, Her. 4, 175. 192; στροῦθοι κατάγαιοι, u. später auch χερσαῖαι, vgl. Wessel. Her. 4, 175 u. Schneid. Xen. An. 1, 5, 3. – Auch das Kraut στρουθίον, Theophr. – Uebertr. ist ὁ στροῦθος ein geiler, verbuhlter Mensch, weil die Spatzen ihrer Geilheit wegen von jeher bekannt waren, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στρουθός: ὁ, καὶ ἡ, ὁ σπουργίτης, Fringilla dorestica, Ἰλ. Β. 311 κέξ. (ἔνθα εἶναι θηλ.), Ἡρόδ. 1. 159, Ἀριστοφ. Σφ. 207, Ὄρν. 578, κτλ.· - ἐν τῷ χωρίῳ, κατάμομφά τε φάσματα στρουθῶν (Αἰσχύλ. Ἀγ. 145) ἡ γεν. στρουθῶν παρεισέφρησε πιθανῶς ἐπειδὴ ὁ Ἀντιγραφεὺς ἐνεθυμεῖτο τοὺς στρουθοὺς τοὺς ἀναφερομένους ἐν τῷ μνησθέντι χωρίῳ τῆς Ἰλ.· διότιλέξις καταστρέφει τὸ δακτυλικὸν μέτρον καὶ εἶναι τοσοῦτον ξένη εἰς τὴν σημασίαν τοῦ χωρίου, ὥστε ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ τῶν ἀετῶν, ἀναφερόμενος εἰς τοὺς στίχ. 136 κέξ. 2) ὁ μέγας στρουθ., τὸ μέγα πτηνόν, ἡ στρουθοκάμηλος, Struthio, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· καλούμενος καὶ στρουθὸς κατάγαιος (ὁ στρουθὸς ὁ τρέχων, ὁ μὴ πετόμενος), Ἡρόδ. 4. 175, 192, Schneid. εἰς Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2· ἢ χερσαῖος. Αἰλ. π. Ζ. 14. 13· ὁ στρ. ὁ Λιβυκὸς Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 14, 1., 4. 12, 34, κτλ.· ὁ ἐν Λιβύῃ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 2· ὁ Ἀράβιος Ἀθήν. 145D· καὶ ἁπλῶς στρουθὸς (θηλ.), ὡς τὸ στρουθοκάμηλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1106, Ὄρν. 875· ἀρσ., Λουκ. Διψ. 6· - ἡ λέξις κεῖται ὡσαύτως ἐπὶ τῶν μυθικῶν πτηνῶν τῆς Στυμφαλίδος λίμνης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1082. 5. 3) στρ. κατοικάς, «ὄρνιθα», «κόττα», Νικ. Ἀλεξιφ. 535, πρβλ. 60. ΙΙ. στρουθός, ἡ, βοτάνη τις, = στρουθίον ΙΙ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 5. ΙΙΙ. στρουθός, ὁ, λάγνος ἄνθρωπος, αἰσχρὸς (ὡς παρὰ τῷ Ἰουβεναλ. passer), Ἡσυχ. πρβλ. στρουθίον ΙΙ. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει Γοτθ. sparv-a Ἀρχ. Γερμ. sparo (sparrow)· τὰ p καὶ t ἐναλλάσσονται, ὡς ἐν τοῖς σπουδή, studium· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον στροῦς, ὃ ἴδε).

French (Bailly abrégé)

οῦ;
I. n. d’oiseaux :
1 (ὁ, rar. ἡ) moineau;
2 (ἡ) autruche;
3 (ὁ, ἡ) coq, poule;
II. (ὁ) cognassier ; coing.
Étymologie: DELG cf. lit. strazdas « grive », russe drozd « merle », all. Drossel « étourneau ».

English (Autenrieth)

sparrow. (Il.)