πημαίνω

From LSJ
Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πημαίνω Medium diacritics: πημαίνω Low diacritics: πημαίνω Capitals: ΠΗΜΑΙΝΩ
Transliteration A: pēmaínō Transliteration B: pēmainō Transliteration C: pimaino Beta Code: phmai/nw

English (LSJ)

Il.15.42: fut. -

   A ᾰνῶ S.Aj.1314, OC837; Ion. -ανέω Il. 24.781: aor. ἐπήμηνα 3.299, S.Tr.715, Pl.R.364c; Dor. part. πημάνας [ᾱ] IG12.1085.8 :—Med., fut. πημᾰνοῦμαι Ar.Ach.842 (s. v.l.), also πημανούμενος in pass. sense, S.Aj.1155 : Ep. aor. πημήναντο Q.S.13.379 :—Pass., aor. ἐπημάνθην (v. infr.) :—plunge into ruin, undo, and in milder sense, grieve, distress, π. Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα Il.15.42; [Ὅρκος] ἀνθρώπους π. Hes.Th.232, cf. Thgn.689; π. τὴν γῆν damage it, Hdt.9.13; ἄτρακτος θεὸν π. S.Tr.715; π. τινὰ φαρμάκοις Pl.Lg.932e; ὑγρότης π. τὰ ὄμματα Arist.Pr.957b24 : abs., do harm, Il.24.781, Democr.258; ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν might work harm in transgression of oaths, Il.3.299:—Med., ὅρκια πημήναντο violated their oaths, Q.S.l.c.:—Pass., suffer hurt or harm, οὺδέ τις οὖν μοι νηῶν πημάνθη Od.14.255, cf. 8.563, A.Pr.336, etc.; ἴσθι πημανούμενος S.Aj.1155.—Poet. word, used also IG12.18.7 and by Hdt. l.c., Pl.R. l. c., Lg.862a, 932e, 933e (Pass.), and in later Prose, as Corn.ND32 (Pass.), Porph.Abst.2.12, Agath.5.23.

German (Pape)

[Seite 610] fut. πημανῶ, auch in activ. Bdtg πημανοῦμαι, Ar. Ach. 842 (Schol. βλάψει, λυπήσει), das aber auch passiv. gebraucht ist, Soph. Ai. 1134; – in Leid bringen, verletzen, beschädigen, verderben; absolut, Hom. ὁππότεροι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν, wider den Eid fehlen, Unheil stiften, Il. 3, 299; u. c. accus., Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα, 15, 42; εἴ με πημανεῖς τι, Soph. Ai. 1293; ὅτι σὲ κἀμὲ πημανεῖ, Eur. I. A. 525; τοὺς αἰτίους πήμαινε, Archil. 4; u. in Prosa: τὴν γῆν, Her. 9, 13; εἴ τίς τινά τι πημαίνει, Plat. Legg. IX, 862 a; ἐχθρὸν πημῆναι, Rep. II, 364 c; Folgde; πημαίνει τὰ ὄμματα ὑγρότης, Arist. probl. 31, 5, v. l. λυμαίνει. – Pass., Nachtheil, Schaden, Leid erhalten, erfahren; οὐδέ τις οὖν μοι νηῶν πημάνθη, Od. 14, 255; 8, 563; πάπταινε δ' αὐτός, μή τι πημανθῇς ὁδῷ, Aesch. Prom. 334; εἰ γὰρ ποιήσεις, ἴσθι πημανούμενος, Soph. Ai. 1134; τῷ πημανθέντι, Plat. Legg. XI, 933 e; Folgde. – Auch med., ὅρκια πημήνασθαι, seinen eigenen Eid verletzen, Qu. Sm. 13, 379.

Greek (Liddell-Scott)

πημαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ Σοφ. Αἴ. 1314, Ο. Κ. 837, Ἰων. -ανέω Ἰλ. Ω. 781: ἀόρ. ἐπήμηνα· Ἰλ., Ἀττ.· ― Μέσ., μέλλ. πημᾰνοῦμαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 842 (ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ πημανούμενος ἀπαντᾷ ἐπὶ παθ. σημασ. ἐν Σοφ. Αἴ. 1155, ὁ Elmsl. καὶ ὁ L. Dind. ἀναγινώσκουσι πημανεῖ τις ἢ τι, παρ’ Ἀριστοφ.)· Ἐπικ. ἀόρ. πημήναντο Κόϊντ. Σμ. ― Παθητ., ἀόρ. ἐπημάθην, ἴδε κατωτ. Φέρω εἰς ἀθλιότητα, βυθίζω εἰς δυστυχίαν, καταστρέφω, ἀφανίζω, καὶ ἐπὶ ἠπιωτέρας σημασίας, θλίβω, λυπῶ, Ὅμ., Ἡσ. καὶ Τραγ.· Ποσειδάων ἐνοσίχθων πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα Ἰλ. Ο. 42· [Ὅρκος] ἀνθρώπους π. Ἡσ. Θεογ. 232, πρβλ. Θέογν. 689 π. τὴν γῆν, βλάπτειν, καταστρέφειν, Ἡρόδ. 9. 13· ἄτρακτος π. τινὰ Σοφ. Τρ. 715 ὑγρότης π. τὰ ὄμματα Ἀριστ. Προβλ. 31. 5· ― ἀπολ., ἐπιφέρω βλάβην, κάμνω κακόν, Ἰλ. Ω. 781· ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν, τοὺς ὅρκους βλάψειαν, Γ. 299· (ἀνθ’ οὗ ὁ Κόϊντ. Σμ. ἔχει ὅρκια πημήνασθαι, παραβῆναι τοὺς ἰδίους ὅρκους, 13 379). ― Παθ., πάσχω βλάβην ἢ ζημίαν, οὐδέ τις οὖν μοι νηῶν πημάνθη Ὀδ. Ξ. 255, πρβλ. Θ. 563, Αἰσχύλ. Πρ. 334, κτλ.· ἴσθι πημανούμενος, εἴξευρε ὅτι θὰ πάθῃς δυστυχίαν, Σοφ. Αἴ. 1155. ― Λέξις ποιητικὴ ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 364C, Νόμ. 862Α, 932Ε, 933Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.

French (Bailly abrégé)

f. πημανῶ, ao. ἐπήμηνα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπημάνθην, pf. inus.
1 causer un dommage à, acc. : τὴν γῆν HDT dévaster le pays ; πημαίνειν ὑπὲρ ὅρκια IL passer par-dessus des serments, càd violer des serments ; Pass. être lésé, être endommagé;
2 faire souffrir;
Moy. πημαίνομαι intr. se nuire à soi-même, être puni.
Étymologie: πῆμα.

English (Autenrieth)

fut. πημανέει, inf. -έειν, aor. 1 opt. πημήνειαν, pass. aor. πημάνθη, inf. -ῆναι: harm, hurt; ὑπὲρ ὅρκια, ‘work mischief’ by violating the oaths, Il. 3.299; pass., Od. 8.563.