τύμβος

From LSJ
Revision as of 12:27, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύμβος Medium diacritics: τύμβος Low diacritics: τύμβος Capitals: ΤΥΜΒΟΣ
Transliteration A: týmbos Transliteration B: tymbos Transliteration C: tymvos Beta Code: tu/mbos

English (LSJ)

ὁ,

   A sepulchral mound, cairn, barrow, τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί Od.1.239, cf. Il.2.604,793, Hdt.1.45, etc.; τύμβον χεῦαι (cf. τυμβοχοέω) Od.4.584, 12.14, 24.80; χῶσαι S.Ant. 1203; στήλῃ κεκλιμένος . . ἐπὶ τύμβῳ Il.11.371.    2 generally, tomb, grave, Pi.O.1.93, A.Ch.92, etc.; θρηνεῖν πρὸς τύμβον, of one who will not hear, ib.926; ὥσπερ ἀπὸ τύμβου πεσών like an old man from the grave, as old Philocleon says scoffingly to his son, Ar.V. 1370.    3 tombstone with the figure of the dead, τ. ξεστός E.Alc. 836, cf. AB309.    II metaph., γέρων τύμβος, = τυμβογέρων, E. Med.1209, Heracl.167; ὦ τύμβε Ar.Lys.372. [Dat. sg. τυμοι, i.e. τύμῳ [ῡ], in three metr. epitaphs, IG9(1).869,870 (Corc., vi B. C.), prob. in IG12(9).285.10 (Eretria, = Supp.Epigr.1.409).]

German (Pape)

[Seite 1161] ὁ, eigtl. die Stelle, wo eine Leiche verbrannt ist (τύφω), bustum, gew. der über der Asche u. den Gebeinen aufgeschüttete Erdhügel, der Grabhügel; Il. 2, 604. 793; τύμβον δ' ἀμφ' αὐτὴν ἕνα ποίεον 7, 435; στήλῃ κεκλιμένος ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ 11, 371; τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί Od. 1, 239 u. öfter; Pind. N. 10, 66 Ol. 1, 93; τύμβῳ χέουσα τάσδε χοάς Aesch. Ch. 85, u. öfter; Soph., wie Eur., Ar. u. in Prosa überall; – übh. Erdhügel, γῆς Qu. Sm. 1, 328. – In B. A. 304 wird erkl. οὐ τὸν τάφον λέγει, ἀλλὰ τὸν τόπον τὸν ἀπεικόνισμα σχόντα (Leichenstein), ὅπερ ἡμεῖς ἐπιζήτημα λέγομεν; Eur. vrbdt auch γέρων τύμβος, = τυμβογέρων, Med. 1206, gleichsam ein wandelndes Grab; vgl. Heracl. 167 u. Ar. Lys. 372.

Greek (Liddell-Scott)

τύμβος: ὁ, ὁ τόπος ἔνθα ἐθάπτετο τὸ σῶμα νεκροῦ καὶ τὸ χῶμα ὅπερ ἐσωρεύετο ἐπ’ αὐτοῦ καὶ ἐσχημάτιζε λόφον, Λατ. tumulus, νῦν «τοῦμπα», Ὅμ., Ἡρόδ., κλπ.· τῷ κέν οἱ τύμβον ἐποίησαν Παναχαιοὶ Ὀδ. Α. 239, πρβλ. Ἰλ. Β. 604, 793, κλπ.· τύμβον χεῦαι (πρβλ. τυμβοχοέω) Ὀδ. Δ. 584, Μ. 14, Ω. 80· χῶσαι Σοφ. Ἀντ. 1203· ἐπὶ τοῦ τύμβου ἐτίθετο ἡ ἐπιτύμβιος στήλη, στήλη κεκλιμένος ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ Ἴλου Δραδανίδαο, παλαιοῦ δημογέροντος Ἰλ. Λ. 371. 2) καθόλου, τάφος, Πινδ. Ο. 1. 149, Αἰσχύλ. Χο. 87, κλπ.· θρηνεῖν πρὸς τύμβον, ἐπὶ ἀνθρώπου μηδόλως προσέχοντος καὶ μὴ θέλοντος νὰ ἀκούσῃ, αὐτόθι 926· ὥσπερ ἀπὸ τύμβου πεσών, ὡς γέρων τις ἐκ τοῦ τάφου, ὡς ὁ γέρων Φιλοκλέων λέγει σκωπτικῶς πρὸς τὸν υἱόν του, Ἀριστοφ. Σφ. 1370. 3) ὡσαύτωςἐπιτάφιος λίθοςστήλη φέρουσα τὴν εἰκόνα τοῦ νεκροῦ, τύμβος ξεστὸς Εὐρ. Ἄλκ. 836, πρβλ. Α. Β. 309. ΙΙ. μεταφορ., γέρων τύμβος = τυμβογέρων, Εὐρ. Μήδ. 1209, Ἡρακλ. 167· ὦ τύμβε Ἀριστοφ. Λυσ. 372· ὡς ὁ Πλαῦτος λέγει capuli decus! (Συνήθως ἀναφέρεται ἡ λέξις εἰς τὸ ῥῆμα τύφω, ὡς εἰ τὸ τύμβος κυρίως ἦτο = bustum, ὁ τόπος ἔνθα ἐκάη σώμα νεκροῦ· ἀλλ’ ἐπειδὴλέξις, ὡς εὑρίσκεται, ἁπανταχοῦ σημαίνει λόγον ἢ ψήλωμα, ἴσως δύναται νὰ σχετισθῇ πρὸς τὴν √ΤΥ, tumeo, tumulus, ἴδε ἐν λέξ. τύλη).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 tertre, tumulus élevé pour un tombeau : τύμβον χεῦαι OD répandre la terre du tumulus ; τύμβον χῶσαι SOPH entasser la terre du tumulus ; tombeau : γέρων τύμβος EUR, ou simpl. τύμβος AR vieillard près du tombeau;
2 pierre tumulaire.
Étymologie: R. Τυ, se gonfler ; cf. lat. tumeo, tumulus.

English (Autenrieth)

funeral mound, tomb, grave. The mound was raised over the urn containing the ashes of the deceased.

English (Slater)

τύμβος (-ος, -ῳ, -ον.)
   1 tomb (Πέλοψ) τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ at Olympia (O. 1.93) σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος at Thebes, where were held the Herakleia or Iolaeia (O. 9.99) Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον (cf. fr. 169. 47—9) (N. 4.20) τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ· ἔνθεν ἁρπάξαντες ἄγαλμ Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος (N. 10.66)