πρόσωθεν

From LSJ
Revision as of 12:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσωθεν Medium diacritics: πρόσωθεν Low diacritics: πρόσωθεν Capitals: ΠΡΟΣΩΘΕΝ
Transliteration A: prósōthen Transliteration B: prosōthen Transliteration C: prosothen Beta Code: pro/swqen

English (LSJ)

Att. πόρρωθεν, Dor. πόρσωθεν Archyt.1, Ep. πρόσσοθεν Il.23.533: Adv. (πρόσω):—

   A from afar, opp. ἐγγύθεν, ἐλαύνων πρόσσοθεν ἵππους Il.l.c.; πρόσωθεν βαλεῖν, προσδέρκεσθαι, A.Ag.947, 952; κλύειν Id.Eu.297, cf. 397; στείχειν S.Aj.723; οὐ ταὐτὸν εἶδος φαίνεται τῶν πραγμάτων, πρόσωθεν ὄντων ἐγγύθεν θ' ὁρωμένων E.Ion 586; πόρρωθεν ἀσπάζεσθαι, ἀναγνῶναι, etc., Pl.Chrm.153b, R.368d, etc.:—Comp. πορρωτέρωθεν, from a more distant point, σκοπεῖν Isoc. 4.23, cf. 6.16, 12.120,16.4, Thphr.Sud.4.    2 distantly, in sense, D.L.7.16.    II of Time, from long ago, E.Hipp.831 (lyr.), Pl. Chrm.155a, D.10.46, etc.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσωθεν: Ἀττ. πόρρωθεν, Ἐπικ. πρόσσοθεν Ἰλ. Ψ. 533· οἱ τύποι ἀκολουθοῦσι τοὺς αὐτοὺς κανόνας τοῦ πρόσω, πόρρω, κλπ.· ὅθεντύπος πόρσωθεν ἀποκατεστάθη ὑπὸ τοῦ Δίνδ. ἀντὶ τοῦ τύπου πόρρωθεν ἐν Σοφ. Τρ. 1003, εἰ καὶ οὐδαμοῦ ἄλλοθι εὑρίσκεται· ἐπίρρ. (πρόσω): - μακρόθεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐγγύθεν, πρόσσοθεν… ἐλαύνειν μώνυχας ἵππους Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρόσωθεν βάλλειν, προσδέρκεσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 947, 952· κλύειν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 297, πρβλ. 397· στείχειν Σοφ. Αἴ. 723· οὐ ταὐτὸν εἶδος φαίνεται τῶν πραγμάτων, πρόσωθεν ὄντων ἐγγύθεν θ’ ὁρωμένων Εὐρ. Ἴων. 586· πόρρωθεν ἀσπάζεσθαι, ἀναγνῶναι, κτλ., Πλάτ. Χαρμ. 153Β, Πολ. 368D, κτλ. - Συγκρ. πορρωτέρωθεν, ἐξ ἀπωτέρω κειμένου σημείου, Ἰσοκρ. 45Α, 119Α, 257C, 347D, Θεοφρ. π. Ἱδρ. 9. 4. 2) μακρόθεν κατὰ σημασίαν, Διογ. Λ. 7. 16. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἀπὸ μακροῦ, πολλοῦ χρόνου, Εὐρ. Ἱππ. 831, Πλάτ. Χαρμ. 155Α, Δημ. 143, 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de loin;
2 depuis longtemps.
Étymologie: πρόσω, -θεν.

English (Slater)

πρόσωθεν (cf. πόρσω.)
   1 further, beyond οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) (N. 9.47)