τυφλός

From LSJ
Revision as of 12:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφλός Medium diacritics: τυφλός Low diacritics: τυφλός Capitals: ΤΥΦΛΟΣ
Transliteration A: typhlós Transliteration B: typhlos Transliteration C: tyflos Beta Code: tuflo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A blind, once in Hom., Il.6.139, cf. h.Ap.172, freq. in other writers; τυφλὸς ἐκ δεδορκότος S.OT454; τ. Ἄρης, Πλοῦτος, Id.Fr.838, Theoc.10.19; τ. ὄψις, ὀφθαλμοί, E.Cyc.697, Pl.R.518c, etc.: c. gen., τ. τινός blind to... X.Smp.4.12, Plu.Sol.12; but τ. τῆς προνοίας lacking vision of the future, Id.2.975c; τὰ τ. τοῦ σώματος, i. e. one's back, X.Cyr.3.3.45; καὶ τυφλῷ γε δῆλον even a blind man can see that, Pl.R.55od; for Cratin.6, v. κωφός 11.2.    2 of the limbs of the blind, τ. πούς E.Hec.1050, Ph.834, etc. (cf. τυφλόπους) ; χείρ ib. 1699; [βάκτρον], τοξεύματα, Id.Ion 744, HF199.    3 metaph. of the other senses and the mind, τ. ἦτορ Pi.N.7.23; τυφλὸς τά τ' ὦτα, τόν τε νοῦν, τά τ' ὄμματ' εἶ S.OT371; τὴν τέχνην ἔφυ τ. ib.389.    4 metaph., τ. ὄλβος E.Fr.776; ἡ φύσις ἄνευ μαθήσεως τυφλόν Plu.2.2b; τῇ τύχῃ... ἣν τυφλὴν λοιδοροῦμεν ib.98a; τ. ἔδραμε πᾶσα τρόπις AP9.289 (Bass.).    II of things, dark, dim, obscure, ἐλπίδες A.Pr.252; ἄτη S.Tr.1104; τὸ δ' ἐς αὔριον αἰεὶ τ. ἕρπει Id.Fr.593.6 (lyr.); τ. σπιλάδες blind rocks, AP7.275 (Gaet.); αἱ ἄνευ ἐπιστήμης δόξαι τυφλαί Pl.R.506c; δεσμῶν τ. ἀρχαί hidden, Plu.Alex.18; τ. ὑπόνοια Id.2.587c; τ. κίνημα, of revolution, Id.Galb.18.    2 of passages or apertures, blind, closed, with no outlet, τοῦ ἐντέρου τυφλόν τι, of the intestinum caecum (τὸ τυφλόν in Gal.UP4.18, al.), Arist.PA 675b7, cf. 676a5; τ. ἔντερον Ruf. ap. Orib.7.26.25; τ. τρῆμα the foramen caecum (stylo-mastoid), Ruf.Onom.144, Gal.UP9.10; τ. στενωποί Str.1.1.17; τ. ὁδοί Anon. ap. Suid.; τ. ῥύμη a blind alley, POxy. 99.9 (i A. D.); of rivers and harbours, choked with mud, Plu.Sull. 20 (v. sq.), cf. Caes.58; of the halcyon's nest, closed, tight, Id.2.983d; τυφλοὶ ὄζοι branches without buds or eyes, Thphr.HP1.8.4, cf. CP3.2.8; τ. κῦμα dark, trackless, AP7.400 (Serapio), 12.156; τ. μώλωψ a wound without an outlet, Plu.Aem.19; τὸ τ. ἅμμα καλούμενον the so-called unescapable knot, Gal.2.669; of a hook (cf. τυφλάγκιστρον), blunt, Orib.45.18.9.    III Adv., πρὸς τὸ ὠφέλιμον τυφλῶς ἔχειν to be blind to it, Pl.Grg.479b; τ. καὶ ἀσκέπτως Antip.Stoic. 3.256; τ. καὶ οὐ γνωρίμως διασαφεῖ Str.9.5.21. [ῠ by nature, S.OT 389, E.Hec.1050, etc., freq. ῡ by position: prob. not connected with τύφω [ῡ]: perh. cf. Goth. daufs, OE. déaf 'stupid', Olr. dub 'black'.]

Greek (Liddell-Scott)

τυφλός: ή, ον, (ἴδε ἐν τέλει), παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν Ἰλ. Ζ. 136, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 172, ἀλλὰ σύνηθες παρὰ πᾶσι τοῖς λοιποῖς συγγραφεῦσι· τυφλὸς ἐκ δεδορκότος Σοφ. Ο. Τ. 454· τ. Ἄρης, Πλοῦτος, Ἔρως ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 729, Θεόκρ. 10. 19 κἑξ.· τ. ὄψις, ὀφθαλμοὶ Εὐρ. Κύκλ. 697, Πλάτ., κλπ.· μετὰ γενικ., τ. τινος, τυφλὸς πρός τι πρᾶγμα, Ξεν. Συμπ. 4. 12 (πρβλ. τυφλόω Ι)· - τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος, δηλ. τὰ νῶτα ἢ ὀπίσθιά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 3, 45. - Παροιμ., οὐ μέν τοι παρὰ κωφὸν ὁ τυφλὸς ἔοικε λαλῆσαι Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις», 3· καὶ τυφλῷ γε δῆλον, ἀκόμη καὶ τυφλὸς δύναται νὰ ἴδῃ τοῦτο, Πλάτ. Πολ. 550D. 2) ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ τυφλοῦ, τ. ποὺς Εὐρ. Ἑκάβ. 1050, Φοίν. 834, κλπ.· (πρβλ. τυφλόπους)· χεὶρ αὐτόθι 1699· οὕτω, βάκτρον, τοξεύματα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 744, Ἡρ. Μαιν. 199. 3) μεταφορ. ἐπὶ τῶν ἄλλων αἰσθητηρίων καὶ τῆς διανοίας, τ. ἦτορ Πινδ. Ν. 7, 34· τυφλὸς τά τ’ ὦτα, τόν τε νοῦν, τά τ’ ὄμματ’ εἶ Σοφ. Ο. Τ. 371· τὴν τέχην ἔφυ τ. αὐτόθι 389. 4) μεταφορ., τ. ὄλβος Εὐρ. Ἀποσπ. 773· φύσις ἄνευ μαθήσεως τυφλὸν Πλούτ. 2. 2Β· τῇ τύχῃ... ἣν τυφλὴν λοιδοροῦμεν αὐτόθι 98Α· τ. ἔδραμε πᾶσα τρόπις Ἀνθ. Π. 9. 289. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, σκοτεινός, ἀόρατος, ἀσαφής, ἄγνωστος, ἄδηλος, ἐλπίδες Αἰσχύλ. Πρ. 250· ἄτη Σοφ. Τρ. 1104· τὸ δ’ αὔριον τυφλὸν αἰὲν ἕρπει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 685· τ. σπιλάδες Ἀνθ. Π. 7. 275· αἱ ἄνευ ἐπιστήμης τυφλαὶ δόξαι Πλάτ. Πολ. 506C· δεσμῶν τ. ἀρχαί, κεκρυμμέναι, Πλουτ. Ἀλέξ. 18· τ. πάνυ καὶ κρύφιον ὁ αὐτ. 2. 983D· ἀσαφὴς καὶ τ. ὑπόνοια αὐτόθι 587C, κλπ. 2) κεκλεισμένος, ἄνευ ἐξόδου, τοῦ ἐντέρου τυφλόν τι, τὸ intestinum coecum (τὸ τυφλὸν παρὰ Γαληνῷ), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 20, πρβλ. 26· τ. ὁδοὶ Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· ἐπὶ ποταμῶν καὶ λιμένων πεφραγμένων δι’ ἰλύος ἢ πηλοῦ, Πλουτ. Σύλλ. 20 (ἴδε τὸ ἑπόμ.), πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 58· - τυφλὸς ὄζος, κλάδος ἄνευ ὀφθαλμῶν ἢ «μπουμπουκίων», εἰσί δὲ τῶν ὄζων οἱ μὲν τυφλοὶ οἱ δὲ γόνιμοι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 4. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 8· τ. κῦμα, σκοτεινόν, μαῦρον, Ἀνθ. Π. 7, 400., 12. 156· (οὕτω. caecis in undis Οὐεργ.)· τ. μώλωψ, κεκρυμμένον τραῦμα, Πλουτ. Αἰμίλ. 19. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., τυφλῶς ἔχειν πρός τι Πλάτ. Γοργ. 479Η· τ. καὶ ἀσκέπτως Ἀντιφ. παρὰ Στοβ. 418· τ. καὶ οὐ γνωρίμως Στράβ. 442. (Τὸ τυφλὸς εἶναι ἴσως συγγενὲς τῷ τύφῳ, ἐπὶ τῆς σημασίας ὁμιχλώδης, σκοτεινός, πρβλ. τῦφος ΙΙ. τυφεδανός).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. aveugle :
1 au propre τυφλὸς ἐκ δεδορκότος SOPH de voyant devenu aveugle ; καὶ τυφλῷ δῆλον PLAT un aveugle même verrait cela ; qui concerne un aveugle : τυφλὸς πούς EUR pied d’un aveugle ; fig. aveugle, obtus, borné, qui a la vue courte : τυφλὸς τά τ’ ὦτα τον τε νοῦν τά τ’ ὄμματα SOPH qui n’entend, ni ne comprend, ni ne voit ; avec le gén. : τυφλὸς τοῦ μέλλοντος PLUT qui ne voit pas l’avenir ; p. anal. qui n’a pas d’organe pour voir : τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος XÉN le côté aveugle du corps, càd le côté de derrière;
2 sans ouverture, sans issue, fermé, bouché : χωρία δύσορμα καὶ τυφλά PLUT parties du littoral inabordables et obstruées par la vase ; χωρία τυφλὰ πρὸς γένεσιν ὑδάτων PLUT endroits où l’eau ne trouve pas d’issue pour sourdre;
II. qu’on ne voit pas :
1 à travers quoi l’on ne peut voir;
2 qu’on ne voit pas bien, peu clair, indistinct, obscur : τυφλαὶ λίμναι PLUT étangs cachés ; τυφλὰ ἴχνεα PLUT traces effacées ; fig. τυφλὸν μήνυμα PLUT indication obscure ; ἀσαφὴς καὶ τυφλὴ ὑπόνοια PLUT soupçon vague et obscur.
Étymologie: τύφω.
Syn. ἄδερκτος.

English (Autenrieth)

blind, Il. 6.139†.

English (Slater)

τῠφλός
   1 blind met. τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶνπλεῖστος (N. 7.23) τυφλα [ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες Πα. 7B. 18.