ναυτιλία
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A sailing, seamanship, Od.8.253, Hes.Op.618, Pl.R.527d, al. 2 voyage, Hdt.4.145, Hp.Aph.4.14: and in pl., ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Hdt.1.1, cf. 163; ναυτιλίῃσι χρέεσθαι Id.2.43, cf. Pi.N.3.22, I.4(3).57. 3 ship, πολύσκαλμος ν. AP7.295.4 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, das Fahren zu Schiffe, die Seefahrt; περιγιγνόμεθ' ἄλλων ναυτιλίῃ, so rühmen sich die Phäaken, Od. 8, 253; Hes. O. 620. 644; ναυτιλίαισι πορθμὸν ἁμερώσαις, Pind. I. 3, 75, vgl. N. 3, 21; Her. 1, 1. 163. 2, 43, auch im plur.; Plat. Rep. VII, 527 d; περί τε ναυτιλίαν καὶ κυβερνητικήν, Legg. IV, 709 b; βλαβερά, Xen. Mem. 4, 2, 32; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ναυτῐλία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ναυτίλλεσθαι, τὸ ταξειδεύειν μὲ πλοῖα, θαλασσοπλοΐα, Ὀδ. Θ. 253, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 616, Πλάτ. Πολ. 527D, κ. ἀλλ. 2) πλοῦς, ταξείδιον, Πινδ. Ν. 3. 38, Ἡρόδ. 4. 145, Ἱππ. Ἀφ. 1249· καὶ ἐν τῷ πληθ., ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Ἡρόδ. 1. 1, 163· ναυτιλίῃσι χρέεσθαι ὁ αὐτ. 2. 43, πρβλ. Πινδ. Ι. 4 (3). 98. 3) πολύσκαλμος ν., ἐπὶ πλοίου, Ἀνθ. Π. 7. 295.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
transport par mer, navigation.
Étymologie: ναυτίλος.
English (Slater)
ναυτῐλία
1 voyage, seafaring τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (P. 4.70) κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος · ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (cf. fr. 256) (N. 3.22) ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. Ἡρακλέης: for voyages, cf. Wil. on Eur., Her. 20: v. τέναγος) (I. 4.57)
English (Slater)
ναυτῐλία
1 voyage, seafaring τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (P. 4.70) κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος · ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (cf. fr. 256) (N. 3.22) ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. Ἡρακλέης: for voyages, cf. Wil. on Eur., Her. 20: v. τέναγος) (I. 4.57)