ἄγγελος
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A messenger, envoy, Il.2.26, etc.; δι' ἀγγέλων ὁμιλέειν τινί Hdt.5.92.ζ, cf. SIG229.25 (Erythrae):— prov., Ἀράβιος ἄ., of a loquacious person, Men.32. 2 generally, one that announces or tells, e.g. of birds of augury, Il.24.292,296; Μουσῶν ἄγγελος, of a poet, Thgn.769; ἄγγελε ἔαρος . . χελιδοῖ Simon.74; ἄ. ἄφθογγος, of a beacon, Thgn.549; of the nightingale, ὄρνις . . Διὸς ἄ. S.El.149: c. gen. rei, ἄ. κακῶν ἐμῶν Id.Ant.277; ἄγγελον γλῶσσαν λόγων E.Supp.203; αἴσθησις ἡμῖν ἄ. Plot.5.3.3; neut. pl., ἄγγελα νίκης Nonn.D.34.226. 3 angel, LXX Ge.28.12, al., Ev.Matt.1.24, al., Ph.2.604, etc. 4 in later philos., semi-divine being, ἡλιακοὶ ἄ. Jul.Or.4.141b, cf. Iamb.Myst.2.6, Procl. in R.2.243 K.; ἄ. καὶ ἀρχάγγελοι Theol.Ar.43.10, cf. Dam.Pr.183, al.: also in mystical and magical writings, Herm. ap. Stob.1.49.45, PMag.Lond.46.121, etc. II title of Artemis at Syracuse, Hsch.
German (Pape)
[Seite 10] ὁ, auch fem. von der Iris, Il. 2, 786 und öfter, 1) der Bote, Gesandte, oft bei Hom. u. Tragg. und in Prosa, bes. oft πέμπειν, ἐλθεῖν. Auch Vögel, deren Flug vorbedeutend war, Il. 24, 292. 296; übrtr. λευκαὶ ἔθειραι συνετῆς ἄγγελοι ἡλικίης Philod. 14 (XI, 41); vgl. Leon. Tar. 41 (Plan. 182). – 2) die Botschaft, die Benachrichtigung, Pol. 1, 72, 4. – 3) im N. T. u. K. S. Engel.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγγελος: ὁ, ἡ, ἀγγελιαφόρος, Ὅμ. Ἡρ., δι’ ἀγγέλων ὁμιλέειν τινί, Ἡρόδ. 5. 92, 6, πρβλ. 1. 99. 2) καθόλου, ὁ ἀναγγέλλων ἢ λέγων τι, οὕτως ἐπὶ πτηνῶν προοιωνιζόντων τι οἰωνόν, Ἰλ. Ω, 292, 296· Μουσῶν ἄγγελος, ἐπὶ ποιητοῦ, Θέογν. 769, ὄρνις ... Διὸς ἄγγ., περὶ ἀηδόνος, Σοφ. Ἠλ. 149· μ. γεν. πράγ., ἄγγ. κακῶν ἐμῶν, ὁ αὐτ. Ἀντ. 277· ἄγγελον γλῶσσαν λόγων, Εὐρ. Ἱκ. 203. 3) ἄγγελος (πνεῦμα), Ἑβδ., Κ. Δ. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. nuntius, τὸ ἄγγελμα, ἡ εἴδησις, τὰ νέα, Πολύβ. 1. 72, 4, (ἴσως συγγ. τῷ ἄγγαρος καὶ τῷ Σανσκρ. angiras, ὡς τὸ πολὺς εἶναι συγγ. τῷ Σανσκρ. purus).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 messager, messagère;
2 en poésie et en prose ion. envoyé, député;
3 postér. messager de Dieu, ange.
Étymologie: DELG emprunt oriental obscur.
English (Autenrieth)
messenger; common phrase, ἦλθέ τινι, Il. 11.715; Ὄσσα Διὸς ἄγγελος, Il. 2.94; also of birds, Od. 15.526.
English (Slater)
ἄγγελος (-ος, -ον; -οι, -ων.)
1 messenger ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν (sc. Ὅμηρος.) (P. 4.278) παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν (N. 1.59) ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος ἄγγελος ἔβαν (N. 6.57) ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες (Pae. 6.101) fig. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾶν (sc. Αἰνέας, the chorus leader.) (O. 6.90)
English (Slater)
ἄγγελος (-ος, -ον; -οι, -ων.)
1 messenger ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν (sc. Ὅμηρος.) (P. 4.278) παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν (N. 1.59) ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος ἄγγελος ἔβαν (N. 6.57) ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες (Pae. 6.101) fig. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾶν (sc. Αἰνέας, the chorus leader.) (O. 6.90)