ἕδος
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
εος, τό, Ep. dat. pl.
A ἑδέεσσιν IG14.1389 ii 19:—sitting-place: 1 seat, stool, Il.1.534 (pl.), 581 (pl.), 9.194, etc.; ἕ. Θεσσαλικόν straight-backed chair, Hp.Art.7. 2 seat, abode, dwelling-place, esp. of the gods, ἐς Ὄλυμπον . . ἵν' ἀθανάτων ἕ. ἐστί Il.5.360; ἵκοντο θεῶν ἕ. αἰπὺν Ὄλυμπον ib.367, cf. Theoc.7.116; periphr., ἕ. Οὐλύμποιο, = Ὄλυμπος, Il.24.144, cf. Pi.O.2.12; of the abodes of men, Θήβης ἕ. Il.4.406; Ἰθάκης ἕ. Od.13.344; ἕ. Μάκαρος the abode of Macar, Il.24.544: periphr., Τροίας ἕ. B.8.46; ἔποικον ἕ., = ἐποικίαι, A.Pr.412. 3 seated statue of a god, S.OT886 (lyr.), El.1374, IG 2.754, al., Isoc.15.2, X.HG1.4.12, Porph.Abst.2.18, Polem.Hist.90, Plu.Per.13, Paus.8.46.2; τὰ ἕ. τῶν θεῶν, i.e. the Lat. Penates, D.H. 1.47; also of a man worshipped as a hero, IG14.2133; τὰ τῶν θεῶν ἕδη καὶ τοὺς νεώς Isoc.4.155; τοὺς νεὼς καὶ τὰ ἕδη καὶ τὰ τεμένη Lycurg.143; θεῶν ἕδη (v.l. ἄλση) καὶ ἱερά Pl.Phd.111b, cf. Tim.Lex. ἕδος· τὸ ἄγαλμα, καὶ ὁ τόπος ἐν ᾧἵδρυται, but this latter use is doubtful in early Prose; later, temple, Ph.2.314; ἕ. ὑπαίθριον D.C.51.1. 4 foundation, base, Hes.Th.117, Epigr. ap. Vitr.8.3.23. II act of sitting, οὐχ ἕδος ἐστί 'tis no time to sit idle, Il.11.648, 23.205; cf. ἕδρα 11. (Cf. Skt. sádas 'seat'.)
German (Pape)
[Seite 716] τό, meist poetisch, vgl. ἕδρα, 1) der Sitz; a) der Sessel, auf dem man sitzt, Il. 1, 534. 581. 9, 194. – b) das Sitzen, οὐχ ἕδος ἐστί, es ist nicht Zeit, müssig dazusitzen, Il. 11, 648. 23, 205. – c) Wohnsitz, bes. der Götter; Ὄλυμπος θεῶν ἕδος Hes. Sc. 203; Od. 6, 42 u. öfter; ἕδος Οὐλύμποιο Il. 24, 144; Pind. N. 6, 3 Ol. 2, 13. Auch ἕδος Θήβης, die Stadt selbst, Il. 4, 406; Ἰθάκης ἕδος Od. 13, 344; Μάκαρος ἕδος Il. 24, 544, wo Makar wohnte; Θεράπνας ὑψίπεδον ἕ. Pind. I. 1, 31; Αἰακιδᾶν εὔπυργον N. 4, 12; ὅσοι Ἀσίας ἕδος νέμονται Aesch. Prom. 411, vgl. Pers. 890; Eur. I. A. 1597 u. a. D. – Bes. heißen die Tempel der Götter δαιμόνων ἕδη, Soph. O. R. 886, vgl. El. 1366; so auch in Prosa, θεῶν ἕδη Plat. Phaed. 111 b; Isocr. 3, 9. 4, 155, wo es nach Thom. Mag. auch auf die Götterbilder selbst geht, wie Lycurg. 1 τῶν θεῶν νεὼς καὶ τὰ ἕδη verbunden ist; Isocr. 15, 2 Φειδίας τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἕδος ἐργασάμενος, wie auch Xen. Hell. 1, 4, 12 τοῦ ἕδους τῆς Ἀθηνᾶς κατακεκαλυμμένου zu verstehen u. B. A. p. 246 ἕδος τὸ ἄγαλμα erkl. wird. Vgl. noch Dion. Hal. 1, 47. 3, 69; Plut. Pericl. 13 Sol. 12; Paus. 8, 48, 1. – 2) Grund, Grundlage; Hes. Th. 117; Anth. App. 373, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἕδος: -εος, τό, Ἐπ. δοτ. πληθ. ἑδέεσσι Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1046. 78 (ἕζομαι): - τόπος ἔνθα δύναται νὰ καθίσῃ τις: 1) ἕδρα, θρόνος, κάθισμα, θεοὶ δ’ ἅμα πάντες ἀνέσταν ἐξ ἑδέων Ἰλ. Α. 534, 581. Ι. 194, κτλ. 2) οἰκητήριον, ἕδρασμα, μάλιστα τῶν θεῶν, ἐς Ὄλυμπον..., ἵν’ ἀθανάτων ἕδος ἐστὶ Ἰλ. Ε. 360· ἵκοντο θεῶν ἕδος, αἰπὺν Ὄλυμπον αὐτόθι 367· ὡσαύτως περιφρ., ἕδος Οὐλύμποιο ἀντὶ Ὄλυμπος Ἰλ. Ω. 144, Πινδ. Ο. 2. 24· ἀλλὰ συχνάκις καὶ ἐπὶ τῶν κατοικιῶν τῶν ἀνθρώπων, Θήβης ἕδος, Ἰλ. Δ. 406· Ἰθάκης ἕδος Ὀδ. Ν. 344· ἕδος Μάκαρος, ἡ κατοικία αὐτοῦ, ἔνθα διαμένει, Ἰλ. Ω. 544· οὕτω παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ.: - μεταγεν. ἕδη, κυρίως ἐπὶ ναῶν, Πλάτ. Φαίδων 111Β· ὡσαύτως, ἔποικον ἕδος, περιφρασ. ἀντὶ ἐποικία, Αἰσχύλ. Πρ. 411, ἔνθα ὁ ποιητὴς ὑποδηλοῖ τὰς ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ Ἑλλ. ἀποικίας. 3) ἄγαλμα, καὶ ὁ τόπος ἐν ᾧ ἵδρυται, πατρῷα... ἕδη θεῶν Σοφ. Ἠλ. 1374· δαιμόνων ἕδη σέβων Ο. Τ. 886, ἔνθα ἴδε τὴν ἐκτενῆ σημείωσιν τοῦ Jebb, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 25 (ἔνθα ἴδε Βοίκχ.), 491, Διογ. Ἁλ. 1. 47, Ruhnk. Τίμ.· δυνατὸν νὰ ἔχῃ ταύτην τὴν σημασίαν καὶ ἐν Ἰσοκρ. 310Β, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 5, Παυσ. 8. 46, 2, ἂν καὶ πιθανώτερον νὰ σημαίνῃ ναόν. Ἡ σημασία ναοῦ ἢ ἀγάλματος εἶναι ἡ μόνη ἀπαντῶσα παρὰ πεζογράφοις, ἐπὶ δὲ τῆς σημασίας τοῦ καθίσματος συνήθως κεῖται ἡ λέξις ἕδρα. 4) θεμέλιον, βάσις, βάθρον, Ἡσ. Θ. 117, Ἀνθ. Π. παραρτ. 373. 6. ΙΙ. ἡ πρᾶξις τοῦ καθέζεσθαι, οὐχ ἕδος ἐστί, δὲν εἶναι καιρὸς νὰ καθίσῃ τις, Ἰλ. Λ. 647, Ψ. 205· πρβλ. ἕδρα ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. siège :
1 tout objet pour s’asseoir, siège;
2 siège d’une chose, fondement, base;
3 endroit où l’on réside ; résidence, demeure ; Ἀσίας ἕδος ESCHL la terre d’Asie ; Θήβης ἕδος IL le sol, càd la ville de Thèbes ; Ἰθάκης ἕδος OD le sol, càd l’île d’Ithaque ; temple, statue d’un dieu;
II. action de s’asseoir : οὐχ ἕδος ἐστί IL ce n’est pas le moment de s’asseoir, càd il n’y a pas de temps à perdre.
Étymologie: R. Σεδ > ἑδ-, cf. *ἕζω, ἕδρα, etc.
English (Autenrieth)
εος (root ἑδ): (1) sitting; οὐχ ἕδος ἐστί, ‘it's no time for sitting,’ Il. 11.648.—(2) sitting-place, seat, abode; ἆθανάτων ἕδος, of Olympus, Il. 5.360; so ‘site,’ ‘situation,’ Ἰθάκης ἕδος (a periphrasis for the name of the place merely), Od. 13.344.