αἰανής
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
Ion. αἰηνής, ές, poet. word,
A δεῖπνον αἰηνές Archil.38; αἰανὴς κόρος, κέντρον, λιμός, Pi.P.1.83, 4.236, I.1.49: also in Trag. (not E.), Νυκτὸς αἰανῆ τέκνα A.Eu.416; νυκτὸς αἰ. κύκλος S.Aj.672; αἰ. νόσος A.Eu.479,942 (lyr); αἰ. βάγματα Id.Pers.636 (lyr.); αἰ. πάνδυρτον αὐδάν ib.941 (lyr.); Πέλοπος . . ἱππεία, ὡς ἔμολες αἰ. τᾷδε γᾷ S.El.506; of Time, εἰς τὸν αἰ. χρόνον A.Eu.572, IG9(1).886.2 (Corcyra); eternal, θεός Lyc.928. Adv. αἰανῶς for ever, A.Eu.672:— αἰανός, Hsch., Suid. s.v. λεύκη ἡμέρα, and v.l. in A.Eu.416,479, S.Aj.672, El.506, is dub. (Prob. fr. αἰεί, everiasting, perpetual, hence in bad sense, wearisome, persistent.)
Greek (Liddell-Scott)
αἰᾱνής: Ἰων. αἰηνής, ές, παλαιὰ ποιητ. λέξις πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 38· δεῖπνον αἰηνές, ἔπειτα παρὰ Πινδ., αἰανὴς κόρος, κέντρον, λιμός, Π. 1. 161., 4. 420, Ἴ. 3. 4· - ἀκολούθως παρ’ Αἰσχύλ. κ. Σοφ., νυκτὸς αἰανῆ τέκνα, Εὐμ. 416· νυκτὸς αἰανὴς κύκλος, Σοφ. Αἰ. 672· αἰανὴς νόσος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 479, 942· αἰανῆ βάγματα, ὁ αὐτ. Πέρσ. 635· αἰανῆ πάνδυρτον αὐδάν, αὐτόθι 940· Πέλοπος ... ἱππεία, ὡς ἔμολες αἰανὴς τᾷδε γᾷ, Σοφ. Ἠλ. 506: ἐπὶ χρόνου, εἰς τὸν αἰανῆ χρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 572, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 263· ὁμοίως καὶ ἐπίρρ. αἰανῶς = αἰωνίως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 672. - Ὁ τύπος αἰανός, ὁ ἀπαντῶν ὡς ἄλλη γραφὴ ἐν Εὐμ. 416, 479, Σοφ. Αἴ. 672, Ἠλ. 506, εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένος, ἴδε Nauck Melanges gréco-Romains, 1862, 2. σ. 441. (Ἡ πιθανὴ παραγωγὴ εἶναι ἐκ τοῦ αἰεὶ = αἰωνίως· (ὡς πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ πρᾶγμα ἐν τῇ φράσει αἰανὸς χρόνος καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ. τύπῳ αἰανῶς), ὁπόθεν πιθανῶς προέκυψεν ἡ σημασία τοῦ ὁ μηδέποτε τελευτῶν, ὀχληρὸς, ὡς ὅταν ῃ μετὰ τοῦ οὐσ. νύξ· καὶ ἔπειτα ἡ τοῦ ἀνιαρός, ὀδυνηρός, δεινός, ἀπεχθής, φοβερός, ὡς ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι χωρίοις, ἂν καὶ κοινῶς νομίζεται ὅτι αὕτη ἡ σημασία σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ αἰνός).
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
éternel.
Étymologie: αἰών temps.
2ής, ές :
1 déplorable, triste;
2 pénible, dur.
Étymologie: cf. αἰάζω.
English (Slater)
αἰᾱνής
1 irritating, nagging ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας (P. 1.83) ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς (P. 4.236) γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται (I. 1.49) εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.2)