ἐλευθέριος

From LSJ
Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθέριος Medium diacritics: ἐλευθέριος Low diacritics: ελευθέριος Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Transliteration A: eleuthérios Transliteration B: eleutherios Transliteration C: eleftherios Beta Code: e)leuqe/rios

English (LSJ)

ον, also α, ον X.Smp.8.16:—

   A speaking or acting like a freeman, free-spirited, ἐ. καὶ δημωφελής Democr.282, etc.; ἀνδρεῖοι καὶ ἐ. Pl.Lg.635d; opp. δουλοπρεπής, X.Mem.2.8.4 (Comp.); of certain animals, as the lion, ἐ. καὶ ἀνδρεῖα καὶ εὐγενῆ Arist.HA488b16.    b esp.freely giving, bountiful, ἐ. εἰς χρήματα X. Smp.4.15 (Comp.), cf. Arist.EN1120a8, etc.    2 of pursuits, etc., fit for a freeman, liberal, πτηνῶν θήρας . . ἔρως οὐ σφόδρα ἐ. Pl.Lg.823e, cf.Grg.485b; ἐπιστήμη Id.Ax.369b (Sup.); τέχναι Plu.2.122d; βίος Men 408(dub.); διαγωγή Arist.Pol.1339b5; παιδεία ib.1338a32; πρᾶξις, ἔργα, ib.1263b12, Oec.1344a28; ἡδοναὶ -ώταται, κινήσεις -ώτεραι, Id.EN1118b4, Pol.1340b10; τὸ ἐ.,= ἐλευθεριότης, X.Mem.3.10.5 : prov., ὕδωρ πίοιμι ἐ., i.e. may I become free, because slaves set free at Argos were then first allowed to drink of the spring Κυνάδρα, Antiph. 25.    3 of appearance, frank, noble, εὐπρεπής τε ἰδεῖν καὶ ἐ. X.Mem. 2.1.22, cf. Lac.11.3 (Comp.); ἵππος Id.Eq.10.17.    II Adv. -ίως, ζῆν Arist.Pol.1326b31; τεθραμμένους Isoc.4.49, 7.43 (prob.): Comp. -ιώτερον, ζῆν X.Mem.1.6.3: Sup. -ιώτατα ib.4.8.1.    III Ζεὺς Ἐ. Zeus the Deliverer, Pi.O.12.1, Simon.140.4, Hdt.3.142, etc.    IV Ἐ., ὁ (sc. μήν),= Ἐλευθεριών, SIG1044.26.

German (Pape)

[Seite 795] ον, auch fem. ἐλευθερία, Xen. Conv. 8, 16, was dem Freien ziemt, Einer der wie ein Freier denkt, spricht u. handelt, freisinnig, edel; καὶ χαρίεν Plat. Gorg. 485 b; πτηνῶν θήρας ἔρως οὐ σφόδρα ἐλευθέριος Legg. VII, 823 e; Ggstz δουλοπρεπής, Xen. Hem. 2, 8, 4; vom Körper, von edler Haltung, edlem Ansehen, ἐλευθεριωτέρους καὶ γοργοτέρους φαίνεσθαι Lac. 11, 3. 12, 5; von Pferden, Equ. 10, 17, von Löwen, Arist. H. A. 1, 1. Bes. freigebig, gern mittheilend, nicht ängstlich auf Gelderwerb u. Sparen bedacht; Arist. Nic. eth. 4, 1; εἰς χρήματα Xen. Conv. 4, 15, s. ἐλευθεριότης; – ἡ ἐλευθεριωτάτη ἐπιστήμη Plat. Ax. 369 b, wie ἐλ. διατριβαί, studia liberalia, Plut. Rom. 6 u. öfter bei Sp. – Ζεὺς ἐλ., der Befreier, Pind. Ol. 13, 1; Thuc. 2, 71 u. A.; Ἥλιος, Paus. 2, 31, 5. S. ἐλευθέρια. – Ὕδωρ, Antiphan. bei Ath. III, 123 b, nach VLL. aus einer Quelle Kynadra in Argos. – Adv. ἐλευθερίως, Xen. Mem. 2, 7, 4 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθέριος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Ξεν. Συμπ. 8. 16: ― ὁ ὁμιλῶν ἢ πράττων ὡς ἄνθρωπος ἐλεύθερος, ὁ ἐλευθεριάζων τοὺς τρόπους· ἔχει δὲ ἡ λέξις σχέσιν πρὸς τὸ ἐλεύθερος, ὡς τὸ Λατ. liberalis πρὸς τὸ liber, Πλάτ. Γοργ. 485Β, κ. ἀλλ.· ἀνδρεῖοι καὶ ἐλ. ὁ αὐτ. Νόμ. 635C· ἀντίθετον τῷ δουλοπρεπής, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 4· περί τινων ζῴων οἷον τοῦ λέοντος, ἐλ. καὶ ἀνδρεῖα καὶ εὐγενῆ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 321. β) κυρίως ὁ ἐλευθέρως δίδων, γενναιόδωρος, ἐλ. εἰς χρήματα Ξεν. Συμπ. 4. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1. 2) ἐπὶ διατριβῆς, ἐπιτηδεύματος ἢ ἐνασχολήσεως, ἁρμόζων, πρέπων εἰς ἐλεύθερον ἄνδρα, πτηνῶν θήρας... ἔρως οὐ σφόδρα ἐλ. Πλάτ. Νόμ. 823Ε· ἐπιστῆμαι ὁ αὐτ. Ἀξ. 369Β· βίου ἐλευθερίου Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 7 (ἔνθα ὁ Meineke ἔχει ἐλευθέρου)· διαγωγὴ Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 8· παιδεία αὐτόθι 8. 3, 10· πρᾶξις, ἔργα αὐτόθι 2. 5, 10· τὸ ἐλευθέριον = ἐλευθεριότης, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· παροιμ., εἰδὲ μή, μηδέποθ’ ὕδωρ πίοιμι ἐλευθέριον, εἰδεμή, νὰ μὴν ἀξιωθῶ ποτε νὰ ἐλευθερωθῶ, ἐπειδὴ οἱ δοῦλοι ἐν Ἄργει μόνον ὅτε ἀπηλευθεροῦντο ἠδύναντο νὰ πίωσιν ὕδωρ ἐκ τῆς πηγῆς Κυνάδρας, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀλειπτρίᾳ» 1. 4, πρβλ. Meineke ἐν τόπῳ. 3) ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἐπιβάλλων, ἐπιβλητικός, εὐγενής, ἀξιοπρεπής, εὐπρεπής τε ἰδεῖν καὶ ἐλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, πρβλ. Ἱππ. 10, 17, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 32. ΙΙ. τὸ ἐπίρρ. -ίως, συγκρ. -ιώτερον, ὑπερθ. -ιώτατα, ἀπαντᾷ καθ’ ἁπάσας τὰς ἀνωτέρω μνημονευθείσας σημασίας, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1, κτλ. ΙΙΙ. Ζεὺς Ἐλ., Ζεὺςἐλευθερωτής, Πινδ. Ο. 12, 1, Σιμωνίδ. 144, Ἡρόδ. 3. 142.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
I. 1 qui parle ou agit comme un homme libre, qui a les sentiments d’un homme libre, libéral, généreux ; d’aspect noble en parl. de l’extérieur de certains animaux;
2 qui convient à un homme libre, libéral : ἐλευθέριοι διατριβαί PLUT les études libérales ; τὸ ἐλευθέριον XÉN le caractère ou les habitudes qui conviennent à un homme libre ; ἐλευθέριοι τέχναι les arts libéraux;
II. libérateur.
Étymologie: ἐλεύθερος.

English (Slater)

ἐλευθέριος epith. of Zeus,
   1 the deliverer παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου (O. 12.1)